Η ΠΟΛΗ ΜΑΣ

που σημάδεψε τη νεώτερη ιστορική του πορεία"


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Εισαγωγή
Η ιστορία του Πειραιά είναι μια συναρπαστική "περιπέτεια" ανάμεσα στους αιώνες. Με πολλές και ποικίλες μεταπτώσεις. Με περιόδους ακμής και παρακμής, ανόδου και πτώσης που και μόνον αυτές την κάνουν όχι μόνο απλώς ενδιαφέρουσα αλλά - θα προσθέταμε - και ελκυστική. Στην ιστορική αυτή πορεία είναι έκδηλα ορισμένα στοιχεία, που τις προσδίνουν τις "διαστάσεις" μιας γοητευτικής διαδρομής μέσα στο χρόνο - μιας διαδρομής που συνεχίζεται, με εναλλαγή "σκηνικών" αλλά πάντοτε στον ίδιο χώρο πάνω από τέσσερις χιλιετιές. Για να καταλήξει , μετά το θαύμα της δημιουργίας της νεότερης πόλης του Πειραία, στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, στη σημερινή πραγματικότητα: σε μια μεγαλόπολη που σφύζει από ζωή, με το πρώτο λιμάνι της χώρας μας και με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός μεγάλου ναυτιλιακού και εμποροβιομηχανικού κέντρου

Στην διαμόρφωση της ιστορικής μοίρας του Πειραιά, υπήρξε πράγματι καθοριστική η επίδραση του φυσικού χώρου και της γωγραφικής θέσης του. Για τον Πειραιά, στην διαδρομή των αιώνων, ίσχυσε με μαθηματική ακρίβεια, ό,τι συνήθως παρατηρείται στις περισσότερες - αν όχι όλες - παραθαλάσιες πόλεις. Κατά καιρούς, ανάπτυξη του λιμένα του συνδέθηκε πάντα με περιόδους ανάλογης ακμής και προόδου της πόλης. Και, όπως είναι γνωστό, στους δεκαπέντε περίπου αιώνες της παρακμής του λιμένα, η πόλη δεν υπήρξε. Η πορεία της πόλης και του λιμένα εμφανίζεται, στα πλαίσια του πειραϊκού χώρου, κοινή. Και αρκεί νομίζουμε, για τη σχετική επιβεβαίωση, η αδιάψευστη μαρτυρία της ιστορίας.

Στους πρώτους ιστορικούς χρόνους που το λιμάνι του Πειραιά δεν χρησιμοποιήθηκε από τους Αθηναίους, οι κάτοικοι του τόπου ήταν ελάχιστοι. Παρά τις απόψεις που με κάποια δόση ρομαντισμού υποστήριξαν για αξιόλογη ανάπτυξη, στην περίοδο αυτή, δεν υπάρχουν στοιχεία για να τις τεκμηριώσουν. Ο Πειραίας, πριν αξιοποιηθεί, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και αναδειχθεί σε επίνειο της Αθήνας, ήταν - και έμεινε για αρκετούς αιώνες - ασήμαντος τόπος. Οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν ως επίνειο το Φάληρο και για το εξαγωγικό εμπόριο τα λιμάνια των ανατολικών ακτών της Αττικής και κυριώς τις Πρασιές (το σημερινό Πόρτο-Ράφτη). Αντίθετα, όταν με τα έργα του Θεμιστοκλή και του Περικλή διαμορφώφηκε σε υποδειγματικό για την εποχή λιμάνι και συγκέντρωσε το εισαγωγικό και διαμετακομιστικό εμπόριο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, αναπτύχθηκε παράλληλα και η πόλη που έγινε το κέντρο της οικονομικής ζωής όχι μόνο της Αθήνας, αλλά και της Ελλάδας ολόκληρης.
Προϊστορικοί Χρόνοι

Οπως είναι γνωστό, στους προϊστορικούς χρόνους, ο Πειραιάς ήταν νησί, που χωριζόταν από την υπόλοιπη Αττική με θαλάσσια ζώνη, που άρχιζε από την περιοχή του Φαληρικού όρμου - και συγκεκριμένα από το Νέο Φαληρο - περνούσε μέσα από τη σημερινή συνοικία Καμίνια και τνήμα του δήμου Αγίου Ιωάννη Ρέντη και κατάληγε στον λιμένα Αλων, μπροστά στο σταθμό των "Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Αθηνών - Πειραιώς". Αργότερα η ζώνη αυτή καλύφθηκε με προσχώσεις για να μετασχηματιστεί αρχικά σε αβαθή θαλάσσια λωρίδα, στη συνέχεια σε "ελώδη περιοχή" (βάλτο) και τελικά σε "πηλώδη" (λασπότοπο) και να αποτελέσει το γνωστό μας Αλίπεδο, με το οποίο ο Πειραιάς ενώθηκε με την υπόλοιπη Αττική. Στην νησιωτική μορφή του τόπου, στα πανάρχαια αποδίδεται και η προέλευση του τοπωνυμίου Πειραιεύς. Οι περισσότεροι το ετυμολογούν από τη λέξη περαιεύς (=πορθμέας, περαματάρης), από τον ανώνυμο περαματάρη που πιθανότητα μετέφερε με το πλοιάριό του τους κατοικούς της Αττικής στην απέναντι πειραϊκή παραλία και αντίθετα. Το αρχικά προσηγορικό (περαιεύς) εξελίχθηκε σε τοπωνυμικό και με την εναλλαγή του ε σε ει διαμορφώφηκε στον τελικό τύπο Πειραιεύς. Στη ζωντανη, άλλωστε γλώσσα του λαού, έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας και ο αρχικός τύπος του τοπωνυμίου (Περαίας, Περαιάς). Κατ' άλλους το τοπωνύμιο ετυμολογείται από τη λέξη πέραν, αφού ο Πειραιάς, είτε όταν ήταν νησί, αποκομμένο από την υπόλοιπη Αττική, είτε μετά από την ανασύνδεσή του, επειδή μεσολαβούσε ο βάλτος του Αλιπέδου, βρισκόταν "πέραν της ακτής" και χαρακτηριζόταν "νησιάζων".

Ο Πειραιάς κατοικήθηκε γύρω στα μέσα της 3ης π.Χ. χιλιετηρίδας. Η άποψη αυτή ενισχύεται από κατάλοιπα πρωτοελλαδικών οικισών που αποκαλύφθηκαν στην Παλαιά Κοκκινιά και το Κερατσίνι - και τοποθετούνται χρονικά ανάμεσα στο 2600 και το 1900 π.Χ. - σε συσχετισμό με άλλα ευρήματα της ίδιας εποχής (ερείπια κτισμάτων, εργαλεία) στην περιοχή της Μουνιχίας και τη Σταλίδα (νησάκι του Κουμουνδούρου). Ως πρώτοι κάτοικοι του Πειραιά αναφέρονται, εκτός από τους Πελασγούς και άλλοι γνωστοί προϊστορικοί κάτοικοι του Ελλαδικού χώρου (Κάρες, Λέλεγες, Κρήτες, Θράκες, Φοίνικες) και -κυρίως - οι Μινύες, οι οποίοι ήταν οι περισσότερο προηγμένοι από όλους, με πολλές ικανότητες και τεχνικές γνώσεις, εκπλητικές για την εποχή τους. Οι τελευταίοι, ιωνικής πιθανόν καταγωγής, προέρχονταν από τον Ορχομενό της Βοιωτίας και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά στα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ., μετά τη θρακική εισβολή στον τόπο τους. 'Εμπειροι ναυτικοί καθώς ήταν βρήκαν στο φυσικό λιμενίσκο της Μουνιχίας (το σημερινό Μικρολίμανο) το κατάλληλο ορμητήριο, ενώ ο οικισμός τους αναπτύχθηκε στον ομωνυμο λόφο (τον γνωστό σήμερα ως λόφο του Προφήτη Ηλία). Ο λόφος αυτός παραχωρήθηκε, κατά την παράδοση, στους Μινύες από τον βασιλιά της Αθήνα Μούνιχο και γι' αυτό ονομάστηκε Μουνιχία, ενώ άλλοι αποδίδουν το τοπωνύμιο σε ομώνυμο αρχηγό ή ήρωα των Μινυών. Στη κορυφή του λόφου ή - κατα μία άλλη εκδοχή- σε μικρό ύψωμα, αριστερά στον εισερχόμενο στο λιμενίσκο της Μουνιχίας, όπου έχει αναγερθεί το εντευκτήριο "Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος", ίδρυσαν οι Μίνυες το ιερό της "Μουνιχίας Αρτέμιδος". Οι Μίνυες, που, ας σημειωθεί, είχαν ειδικευθεί στην κατασκευή υπογείων δαιβάσεων (σηράγγων), υπονόμων και άλλων τεχνικών έργων, άφησαν ως τις μέρες μας, σημάδια, στο πέρασμά τους από τον πειραϊκό χώρο. Εκτός από την ισοπέδωση του λόφου της Μουνιχίας και τα λαξευτά, μέσα σε βράχους κατασκευάσματα, που ο λαός ονόμαζε παλαιότερα "Θεόσπιτα", δύο σημαντικά, για την εποχή τους, τεχνικά έργα μαρτυρούν το πέρασμά τους από τον τόπο : Η γνωστή ως "Σπηλιά της Αρετούσας" στον λόφο της Μουνιχίας και το "Σηράγγιο", γνωστό (παλαιότερα) ως "Σπηλιά του Παρασκευά".

Εκτός από τον προϊστορικό οικισμό των Μινυών, στον λόφο της Μουνιχίας, στους προϊστορικούς καιρούς αλλά και αργότερα, ως τους ιστορικούς χρόνους, υπήρχε στον Πειραιά και ένας "σύνδεσμος" ή "ένωση" κοινοτήτων με θρησκευτικό κυρίως χαρακτήρα και κοινό ιερό: Το "Τετράκωμον Ηράκλειον". Οι τέσσερις "κώμες" που συγκροτούσαν την ιδιόμορφη κοινωτική "ένωση" του "Τετρακώμου" ήταν ο Πειραιεύς , το Φάληρο - η σημαντικότερη τότε, που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν ως "επίνειο" και που η ονομασία του προήλθε από τοπικό ήρωα και, κατά την παράδοση, έναν από τους Αργοναύτες, τον Φάληρο (ή Φαληρό) - οι Θυμαιτάδαι (ή Θυμοιτάδαι), - το σημερινό Κερατσίνι - και η Ξυπέτη (ή Ξυπετή) που η θέση της τοποθετείται ανάμεσα στην Παλαιά Κοκκινιά και τον Κορυδαλλό, ίσως στη σημερινή Νίκαια.Η λατρεία του Ηρακλή ήταν ο συνδεκτικός κρίκος της ιδιόμορφης αυτής κοινοτικής ένωσης, που επιβίωσε σε "μάκρος αιώνων" και το κοινό ιερό των "Τετρακώμων" βρισκόταν, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην σημερινη συνοικία Καμίνια.

Το Κλέος των Αρχαίων Kαιρών

Παρά το γεγονός ότι είχε κατοικηθεί από τα μέσα της τρίτης χιλιετηρίδας, ο Πειραιάς, στους πρώτους ιστορικούς χρόνους και μέχρι την αξιοποίησή του (τον 5ο π.Χ. αιώνα), έμεινε για πολλούς αιώνες ασήμαντη πολίχνη, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Αθηναίους. Η ανάδειξη του Πειραιά, που ας σημειωθεί, ανακηρύχθηκε Δήμος το 517 π.Χ.στη διοικητική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, του θεμελιωτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, συμπίπτει χρονικά με την περίοδο της ακμής της Δημοκρατίας αυτής. Και οφείλεται στο ενδιαφέρον και τις δημιουργικές πραγματώσεις δύο μεγάλων πολιτικώνώθηκαν ανάμεσα στο 471 και 465 π.Χ. Αργότερα (461-456 π.Χ.) ακολούθησαν άλλα έργα για την επέκταση των Μακρών Τειχών, ώστε να επιτευχθεί η σύνδεση του Πειραιά με την Αθήνα. Και τέλος, στην περίοδο 451-431 π.Χ. ολοκληρώθηκε η οικοδόμηση και η οριστική διαμόρφωση της πόλης, με ένα υποδειγματικό, για την εποχή, πολεοδομικό σχέδιο που είχε εκπονηθεί από τον διάσημο αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Ιππόδαμο το Μιλήσιο.

Η επιλογή του Θεμιστοκλή, που στάθηκε ο δημιουργός του αρχαίου Πειραιά, υπήρξε επιτυχής. Γιατί με τα φυσικά πλεονεκτήματα που διαθέτει ο Πειραιάς με τους τρεις "αυτοφυείς" λιμένες του (Μέγα, Ζέα, Μουνιχία) και με τα έργα που εκτελέστηκαν, αναδείχθηκε σύντομα σε ασφαλέστατο πολεμικό και άρτιο σε συγκρότηση, οργάνωση και εκμετάλλευση εμπορικό λιμάνι. Με θαυμάσια τείχιση που ίχνη της σώζονται εως σήμερα. Με όλες τις απαραίτητες για την εξυπηρέτηση της λιμενικής κίνησης εγκαταστάσεις, όπως κρηπιδώματα κια προβλήτες για την παραβολή των πλοίων, μώλους, πέντε αποθήκες για την εναπόθεση των εμπορευμάτων, τις περίφημες Στοές με κυριότερη τη Μακρά Στόα, αγόρες, νεώρια για τη ναυπήγηση των πλοίων, το περίφημο "Δείγμα", που υπήρξε το πρώτο χρημαστήριο εμπορευμάτων του κόσμου και στους πολεμικούς ναυστάθμους της Ζέας, της Μουνιχίας και του Κανθάρου νεωσοίκους (παραθαλάσια υπόστεγα, στα οποία αποσύρονταν για ασφάλεια τα πλοία όταν δεν ταξίδευαν) και σκευοθήκες για τη φύλαξη του εξοπλισμού των πλοίων, με περισσότερο γνωστή από τις τελευταίες τη "Σκευοθήκη του Φίλωνος", στο λιμάνι της Ζέας. Με δημόσια κτίρια, ιερά, θέατρα. Με άριστη ρυμοτομία. Σε γενικές γραμμές μία πόλη που έσφυζε από ζωή και δίκαια είχε αποκληθεί Εμπόριον της Ελλάδος, "εις ό" κατά τον Θουκυδίδη "εισέρχεται δια το μέγεθος της πόλεως εκ πάσης γης τα πάντα". Μεγάλο εισαγωγικό λιμάνι, στην αρχαιότητα ο Πειραιάς, διατηρεί αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα αναλλοίωτο ανάμεσα στους αιώνες, αφού και σήμερα είναι το μεγαλύτερο εισαγωγικό λιμάνι της χώρας, με σταθερή αναλογία εισαγωγών - εξαγωγών: 7:3.

Το εμπορικό λιμάνι του αρχαίου Πειραιά, το περίφημο "Εμπόριον", εκτεινόταν από την περιοχή του σημερινού Κεντρικού Τελωνείου (Αγίου Νικολάου) ως τη χηλή της Ηετιωνείας άκρας, δηλαδή το σημείο όπου βρίσκεται το Σιλό και υπήρχαν ως πρόσφατα οι αποθήκες και τα λιμενικά υπόστεγα της Ελευθέρας Ζώνη, χωρίς να περιλαμβάνεται σ' αυτό η λεκάνη του λιμένα Αλών, που ως αβαθής δεν χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα. Δαιθέτοντας τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και υποδειγματική οργάνωση, με όλα τα αρμόδια για την εξυπηρέτηση των συναλλασσομένων όργανα (επιμελητές εμπορίου, τελώνες ή ελλιμενιστές - για τη είσπραξη των λιμενικών ταλών και φόρων-, αγορανόμους, μετρονόμους, αστυνόμους, σιτοφύλακες κ.α.) το "Εμπόριον" διασφάλιζε τα εχέγγυα για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των λιμενικών εργασιών, ενώ με τα αυστηρά μέτρα που ίσχυαν είχε επίσης εξασφαλιστεί η ομαλή διενέργεια των εμπορικών συναλλαγών στην "Αγορά", η οποία, με την ιδιαίτερη σημασία της, στην αρχαιότητα, αποτελούσε το κέντρο της οικονομικής ζωής της πόλης. Η "Αγορά" βρισκόταν στην περιοχή του "Εμπορίου", ενώ μια άλλη αγορά, για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών των κατοίκων σε προμήθειες τροφίμων και άλλων ειδών, η "Ιπποδάμειος", λειτουργούσε στο εσωτερικό της πόλης, κοντά στο λιμένα της Ζέας (Πασσαλιμάνι).

Ο Πειραιάς στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα, ήταν κύριως εισαγωγικό λιμάνι, με μεγάλη ναυτιλιακή και εμπορευματική κίνηση, ιδιαίτερα από τον Οκτώβριο εως τον Απρίλιο, που οι καιρικές συνθήκες διευκόλυναν τα ταξίδια των ιστιοφόρων. Το μεγαλύτερο μέρος των φορτίων προερχόταν από τα λιμάνια της Μεσογείουκαι της Μαύρης Θάλασσας και ιδιαίτερα της Σκυθίας. από την οπία εισάγονταν σιτηρά. Το εξαγωγικό εμπόριο ήταν περιορισμένο, με φορτώσεις ορισμένων προϊόντων της Αττικής (όπως λάδι, κρασί, μέλι) και ειδών αγγειοπλαστικής. Η μεγάλη εισαγωγική κίνηση του λιμένα του και η εφαρμογή, στην καθημερινή συναλλακτική πρακτική, των αρχών της ελευθερης οικονομίας συνετέλεσαν στην ανάπτυξη αξιόλογης εμπορικής κίνησης και στην πόλη. Οι έμποροι ήταν, κατα κύριο λόγο, ξένοι, που είχαν μόνιμα εγκατασταθεί στον Πειραιά - οι μ έ τ ο ι κ ο ι-, στους οποίους είχαν δοθεί ορισμένα δικαιώματα για την απρόσκοπτη άσκηση του επαγγέλματός τους, υπό την προϋπόθεση της καταβολής ειδικού φόρου, του γνωστού "μετοίκιο". Και η παρουσία μεγάλου αριθμού ξένων, με προοδευτικότερες ίσως αρχές και αντιλήψεις από τους ντόπιους αλλά και η παράλληλη μεγάλη κίνηση διαρχομένων από το λιμάνι, που είχε ως αποτέλεσμα τη "διακίνηση" νέων ιδεών, εξηγεί ως ένα σημείο το γεγονός ότι στον Πειραία από πολύ νωρίς επικρατούσε "πνεύμα" ελευθεροφροσύνης, και είχε αναπτυχθεί μια καθαρή δημοκρατική συνείδηση, ώστε να θεωρείται το "επίνειο", όχι μόνο στον οικονομικοκοινωνικό αλλάκαι στον πολιτικό χώρο "ωφελιμότερον της άνω πόλεως".

Εκτός από το εμπόριο σημαντικά είχε αναπτυχθεί και η βιομηχανία, με αντιπροσωπευτικούς κλάδους τη ναυπηγική, τη μεταλλουργία, την αγγειοπλαστική και, κατα δεύτερο λόγο, την υφαντουργία. Ακόμα στο λιμάνι του Πειραιά διαμορφωνόταν, την περίοδο αυτή, η χρηματηστηριακή τιμή των διαφόρων εμπορευμάτων, καθοριζόταν το ύψος των ναύλων και γενικά ρυθμίζονταν όλα τα σχετικά με τις εμποροναυτιλιακές συναλλαγές θέματα, σε "διεθνή" - για την εποχή - πλαίσια, ώστε δικαίως να χαρακτηρίζεται ο Πειραιάς ως "το Λονδίνο της αρχοιότητας".

Η οικονομική και κοινωνική άνθηση που γνώρισε ο Πειραιάς στην περίοδο της μέγιστης ακμής του είχε ως αποτέλεσμα την παράλληλη ανάπτυξη πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στην πόλη, με ενεργό συμμετοχή σ' αυτήν όχι μόνον των ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης, αλλά και των ισχυρών οικονομικών παραγόντων της εποχής που είχαν ως έδρα της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας το "επίνειο". Στα σπιτικά του βιομηχάνου Κεφάλου (πατέρα του ρήτορα Λυσία), του τραπεζίτη Πασίωνα, του πολιτικού Καλλία, του στρατηγού Τιμοθέου - γιού του Κόνωνα - του σοφιστή Πρόκλου κ.α. συγκεντρώνονταν συχνά ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Λυσίας, ο αστρονόμος και γεωμέτρης Μέτων, ο Ξενοφών - και αργότερα ο Δημοσθένης, ο ρήτορας - επίσης - Ισαίος, ο Μένανδρος (ο οποίος έμενε μόνιμα στην επαύλη του στον Πειραιάκαι πνίγηκε ενώ κολυμπούσε στη θαλάσσια περιοχή της Φρεαττίδας) κ.α και "συνδιαλέγονταν" επάνω στα επιστημονικά, καλλιτεχνικά και κοινωνικά θέματα του καιρού τους. Ας σημειωθεί ότι ο χώρος που είχε επιλέξει ο Ξενοφών για τη διεξαγωγή του διαλόγου στο έργο του "Συμπόσιον" είναι το σπίτι του Καλλία στον Πειραιά, ενώ και ο Πλάτων στον Πειραιά τοποθετεί επίσης το χώρο του διαλόγου στο σπουδαιότερο ίσως έργο του, την "Πολιτεία". Τέλος στο περίφημο θέατρο της Μουνιχίας (το σωζόμενο θεάτρο της Ζέας είναι μεταγενέστερο) διδάχθηκαν, κατά καιρούς, έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου κ.α. με προσέλκυση θεατών από όλη την Ελλάδα.
Η Πορεία Προς την Πτώση
και οι Αιώνες της Παρακμής

Η πορεία του αρχαίου Πειραιά στάθηκε κοινή με την πορεία της Αθηναϊκης Δημοκρατίας. Θα την ακολουθήσει στο μεσουράνημα της, στον περίφημο "χρυσούν αιώνα". Θα δεχθεί μαζί της το πρώτο πλήγμα, στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.). Θα συνέλθει κάπως με την αποκατάσταση της δημοκρατίας (403 π.Χ.) που η προσπάθεια για αυτήν από εδω - από τον λόφο της Μουνιχίας, με τον Θρασύβουλο - θα ξεκινήσει. Και τελικά θα την παρακολουθήσει στην πορεία προς την ορική παρακμή, αργά μα σταθερά από τους Μακεδονικούς χρόνους, για να δεχθεί το θανάσιμο χτύπημα με την εισβολή των Ρωμαίων και την καταστροφή από τον Σύλλα, το 85 π.Χ. Μετά την καταστροφή η πόλη περιορίστηκε "εις ολίγην κατοικίαν", κοντά στο λιμάνι. Και στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες γράφτηκε ο θλιβερός επίλογος της ιστορίας του αρχαιού Πειραιά . Από το 395 π.Χ., με την τελευταία εισβολή των Γότθων, αρχίζει η μεγάλη περίοδος της πειραϊκής παρακμής, που θα διαρκέσει δεκαπέντε περίπου αιώνες, ως την εθνική μας αποκατάσταση. Στην περίοδο, αυτή η πόλη δεν υπήρξε. Αν δημιουργήθηκαν - ευκαιριακά πάντα κάποιες μικρές "εστίες" ζωής, δεν γνωρίζούμε. Το λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποιήθηκε, βέβαια, κατά καιρούς, ως ορμητήριο του βυζαντινού στόλου ή των πειρατικών πλοίων, που τότε - όπως και αργότερα - λυμαίνονταν το Αιγαίο. Αλλά για κάποια, έστωκαι περιορισμένη, λιμενική κίνηση, δεν μπορει να γίνει λόγος. Κι από το 1318 μ.Χ. ο Πειραιάς έχασε και το αρχαίο όνομα του. 'Εγινε το "PORTO LEONE", το "PORTO DRACO" των Φράγκων και από το 1456 το "Ασλάν λιμάνι" των Τούρκων (λιμάνι λέοντος), από το μαρμάρινο άγαλμα Λέοντος, που βρισκόταν περίπου στη θέση όπου χτίστηκε αργότερα το Παλαιό Δημαρχείο (Ρολόι) - και το οποίο "απήγαγε" το 1688, στη διάρκεια της γνωστής εκστρατείας του κατά των Αθηνών, ο Φρ. Μοροζίνι και μετέφερε στο Ναύσταθμο της Βενετίας, όπου εξακολουθεί να βρίσκεται. Το άγαλμα του Λέοντος, του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε τον γλύπτη που το φιλοτέχνησε, ούτε τον χρόνο της κατασκευής του, ή, έστω, της τοποθέτησής του στον Πειραιά, "με το υπερφυσικόν μέγεθος, με την ανθρωπίνην μορφήν και τας μυστηριώδεις επιγραφάς αποτελεί - όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ιωάννης Αλ Μελετόπουλος- και θα αποτελέσει ίσως εσαεί ένα από τα άλυτα μυστήρια της ιστορίας...".

Επειδή όμως το άγαλμα αυτό έχει συνθεθεί άρρηκτα με μια μακρά ιστορική περίοδο της πόλης, οι Πειραιώτες δεν έπαψαν να διακδικούν την επιστροφή του. Επανειλημμένα διαβήματα έγιναν, κατά το περελθόν, από το Δήμο και άλλους τοπικούς συλλογικούς φορείς, χωρίς αποτέλεσμα. Τελευταία, με τη συγκρότηση της "Συντονιστικής Επιτροπής για την επιστροφή του Λέοντος του Πειραιώς" το θέμα ήρθε και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Η Επιτροπή, με τη συγκέντρωση με "χορηγίες" του απαραίτητου χρηματικού ποσού προχώρησε στην κατασκευή πιστού μαρμάρινου αντιγράφου του αγάλματος, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γ. Μέγκουλας, με στόχο μα προσφερθεί τούτο στη Βενετία για την επιστροφή του πρωτοτύπου. Ο "νεότευκτος' αυτός Λέων τοποθετήθηκε προσωρινά σε καίρια θέση του Κεντρικού Λιμένα, με τη φροντίδα και με δαπάνες του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς.

Σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η ερήμωση και η εγκατάλειψη εξακολουθούν να είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πειραϊκού χώρου. Στο σημείο αυτό συμφωνούν όλοι οι περιηγητές που επισκέφθηκαν τότε τον Πειραιά. Το λιμάνι του χρησιμοποιήθηκε σε αραιά χρονικά διαστήματα και για ελάχιστες εμπορικές συναλλαγές. Μόνη "εστία" ζωής, την περίοδο αυτή, το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, που ιδρύθηκε, σύμφωνα με νεότερες και περισσότερο τεκμηριωμένες απόψεις, γύρω στα 1590 με τους ελάχιστους μοναχούς του - ισχνές παρουσίες μέσα σ' αυτό το περίεργο "σκηνικό" διάκοσμο της γενικής ερημιάς - και μόνος επώνυμος κάτοικος ο ιδιόρυθμος Γάλλος έμπορος Καυράκ, που είχε εγκατασταθεί σ' ένα σπίτι, στην πειραϊκή παραλία, γύρω στα μέσα του δεκάτου ογδόου αιώνα, ενώ την όλη εικόνα της παρακμής του άλλοτε ένδοξου "επινείου" συμπλήρωνε η κωμικοτραγική "φιγούρα" του Τούρκου τελωνοφύλακα που αποτελούσε - κατά τον CHATAUBRIAND- "θλιβερόν παράδειγμα ηλιθίου υπομονής που ανέμενε να παράλθουν μήνες ολόκληροι δια να ιδή καταπλέον κανένα πλοίον...".
Από τους Αιώνες της Παρακμής
στο Θαύμα της Αναδημιουργίας

Το 1829, όταν ακούγονταν οι τελευταίοι απόηχοι από τους κρότους των αρμάτων του οχτάχρονου εθνικού ξεσηκωμού και μέσα από τα χαλάσματα και τ' αποκαϊδια ξεπρόβαλλε η αρτιγέννητη "Ελληνική Πολιτεία", όλα έδειχναν πως δεν θα αργούσε να ξανανθίσει η ζωή στον έρημο αυτό τόπο. Και "η θέσις, η καλούμενη Πειραιεύς" των τελευταίων επαναστατικών χρόνων θ' ανασυρόταν από την αφάνεια των αιώνων της παρακμής κι αποβάλλοντας οριστικά τα ξενικά της ονόματα, θα αποκτούσε πάλι την παλιά της αίγλη. 'Οπως και έγινε σε μία σύντομη σχετικά χρονική διαδρομή, που κάλυπτει τις έξι τελευταίες δεκαετίες του δεκάτου ενάτου αιώνα με το θαύμα της δημιουργίας του νεότερου Πειραιά.

Στη νεόερη ιστορική πορεία του Πειραιά δύο χρονολογίες σημαδεύουν καθοριστικά το επικό ξεκίνημα για τη δημιουργία: το 1829 και το 1835. Το 1829 φτάνουν στον τόπο αυτό οι πρώτοι νέοι του κάτοικοι - πέντε τον αριθμό - κι ανάμεσά τους ο Γιαννακός Τζελέπης, που η ιστορική μνήμη διασώζει ως τις μέρες μας το όνομα του στην ομώνυμη ακτή. Και το 1835 ιδρύεται ο Δήμος Πειραιώς, με πρώτο δήμαρχο τον Υδραίο Κυριακό Σερφιώτη. Εν τω μεταξύ, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα (1834) και τη διαγραφόμενη πλέον προοπτική για μελλοντική ανάπτυξη του πειραϊκού λιμένα, αρχίζει να εκδηλώνεται εντονότερο το ενδιαφέρον για τον εποικισμό του Πειραιά από τους ανθρώπους που προέρχονταν από όλα τα σημεία του ελληνικού χώρου, με σταθερή αύξηση από χρόνο σε χρόνο του αριθμού τους. Οι άνθρωποι αυτοί που, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, διέθεταν και ικανότητες και δυνατότητες, αποτέλεσαν το δυναμικό "πυρήνα" του πληθυσμού της νέας πόλης. Στις υπεράνθρωπες προσπάθειές τους οφείλει, κυρίως, ο Πειραιάς την αναδημιουργία του και την ανάδειξη του - τελικά - στο σπουδαιότερο εμποροναυτιλιακό κέντρο της χώρας. Και ακόμα στο γεγονός ότι είχε την τύχη, στη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα, να κατευθύνουν τις τύχες του άνθρωποι δραστήριοι και δημιυργικοί, με ευρύτητα οραματισμών, που αγάπησαν τον τόπο και έθεσαν τις βάσεις για την μελλοντική προκοπή του. Οι φωτισμένοι πρώην δημοτικοί άρχοντες του νεότερου Πειραιά υπήρξαν κατά πάντα άξιοι και με ευγνωμοσύνη αναφέρεται σ' αυτούς η τοπική ιστορική μνήμη: Κυριάκος Α. Σερφιώτης (δήμαρχος από το 1835 - 41), Πέτρος Σ. Ομηρίδης (1841-45, 1848-54), Αντώνιος Θεοχάρης (1845-48), Λουκάς Δ. Ράλλης (1855-66), Δημήτριος Α. Μουτζόπουλος (1866-74), Τρύφων Α. Μουτζόπουλος (1874-83, 1895-1903), Αριστείδης Σκυλίτσης (1883-87), Θεόδωρος Γ. Ρετσίνας (1887-95). Παράλληλα όμως με τις προσπάθειες των πρώτων "εποίκων" και τη σημαντική συμβολή των δημιουργικών δημάρχων και ορισμένα γεγονότα, ως τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη του Πειραιά και στην ανάδειξη του σε πρώτο λιμάνι της χώρας, θέση που επί πενήντα χρόνια διεκδίκησε πεισματικά από τη Σύρο, το σπουδαιότερο ναυτιλιάκο κέντρο της εποχής. Ενδεικτικά σημειώνουμε από τα γεγονότα αυτά τη σιδηροδρομική σύνδεση με την Αθήνα, το 1869 και αργότερα, προς τα τέλη του αιώνα, με τις άλλες πόλεις της Ελλάδας, τις πρώτες αξιόλογες προσπάθειες για τη βιομηχανική ανάπτυξη του τόπου, που χρονικά πρέπει να τοποθετηθούν ανάμεσα στο 1860 και το 1870 και τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, το 1893, που έκανε πλεονεκτικότερη τη θέση του Πειραιά προς τη Δύση, σε συνδιασμό και με την οριστική στροφή της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας προς τον ατμό, γύρω στις αρχές του αιώνα μας.
Πρώτο Λιμάνι της Χώρας

Στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα το "θαύμα" της αναδημιουργίας είχε ολοκληρωθεί. Με την οριστική διαμόρφωση της πόλης, αρχικά σύμφωνα με το άριστο, για την εποχή του, πολεοδομικό σχέδιο των ΚΛΕΑΝΘΗ - SCHAUBERT - KLENZE και αργότερα με τις αναγκαίες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις του. Με την οικοδόμηση πολλών δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, που ξεχώριζαν για την καλαισθησία τους - και από τα οποία ελάχιστα διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας. Και με τη σταθερή αύξηση του πληθυσμού της πόλης που έφτεσε το 1896 τους 51.020 κατοίκους. Εκτός από τα πρώτα δημόσια κτίρια, που οικοδομήθηκαν αμέσως μετά την ίδρυση του Δήμου (Τελωνείο, Λοιμοκαθαρτήριο, Κρατικές Αποθήκες στην οδό Ευπλοίας - έργο του αρχιτέκτονα Κλεάνθη -, κτίριο της Σχολής Ευελπίδων, η οποία λειτούργησε στον Πειραιά από το 1837 εως το 1894 κ.α.), εως τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα είχαν επίσης χτιστεί όλα τα απαραίτητα σχολικά κτίρια ("Ράλλειο Παρθεναγωγίο", "Ιωνίδειες Σχολές" Γυμνάσιο - στην πλατεία Κοραή - και πολλά δημοτικά σχολεία) το μέγαρο του Χρηματιστηρίου, το γνωστό ως "Ρολόι" (1869-73), στο οποίο από το 1885 εγκαταστάθηκε το δημαρχείο (και που η κατεδάφιση του το 1968, χαρακτηρίστηκε ως πράξη ασέβειας προς την πειραϊκή ιστορική μνήμη), το Δημοτικό Θέατρο (1884-95), σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Ι.Λαζαρίμου και σε λιτή νεοκλασική γραμμή, που είναι και σήμερα το ωραιότερο δημόσιο κτίριο του Πειραιά. το κτίριο του παλαιού (1899-1901) και πολλοί ιεροί ναοί (Αγίου Σπυρίδωνα, Αγίου Νικολάου, Αγίου Κωνσταντίνου, Ευαγγελιστρίας - στη σημερινή του μορφή -, Αγίας Τριάδας, στην αρχική του μορφή, που με διάφορες προσθήκες διατηρήθηκε ως την καταστροφή της το 1944). Τέλος, με δωρεές των μεγάλων ευεργετών του τόπυ, είχαν ιδρυθρεί τα κοινωφελή ιδρύματα, που και σήμερα συνεχίζουν τη λειτουργία τους ('Τζάνειο Νοσοκομείο", "Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων", "Γηροκομείο", ""Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων" κ.α.).

Στο λιμάνι, που επί 75 χρόνια , με τα αρμόδια για την διοίκησή του νομικά πρόσωπα ("Επιτροπείες") βρισκόταν ουσιαστικά υπό τον έλεγχο του Δήμου, είχαν εκτελεστεί τα πρώτα απαραίτητα λιμενικά έργα, που παρείχαν τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της λιμενικής κίνησης της εποχής, που έφτανε περίπου τα 2500 πλοία και τους 1.500.000 τόννους εμπορευμάτων τον χρόνο - κσι από το 1898 είχε αρχίσει η κατασκευή των δύο εξωτερικών μώλων και των Μονίμων Δεξαμενών. Τα λυχνάρια που φώτιζαν τον Πειραία, τα πρώτα χρόνια, αντικαταστάθηκαν διαδοχικά με τις λάμπες πετρελαίου, το φωταέριο (1878) και από τις αρχές του 20ου αιώνα (1903-04) σταδιακά με τον ηλεκτρισμό. τη φτώχεια και τον μαρασμό, την ανυπαρξία οικονομικής ζωής, διαδέχθηκε η ακμή και η άνθηση με τα πρώτα εργοστάσια (βασιλειάδη, Τζων Μακ Δουάλ και Βάρβουρ, Ρετσίνα, Βολανάκη, Δηλαβέρη, Μεταξά, Μπαρμπαρέσου κ.α.) και τους μεγάλους εμπορικούς οίκους. Στον πνευματικό και καλλιτεχνικό τομέα σημειώθηκε αξιόλογη κίνηση. Και καθώς ανέτελλε ο 20ος αιώνας, που έμελλε να σταθεί μια ταραγμένη και κοσμογονική εποχή, που άλλαξε, κυριολεκτικά, τη ροή της ιστορίας, ο Πειραιάς είχε οριστικά κερδίσει τη μάχη της αναδημιουργίας και της προκοπής του. Είχε αναδειχθεί στο πρώτο λιμάνι και στην δεύτερη πόλη της Ελλάδας. Κι ακόμη ευρύτερη διαγραφόταν η προοπτική για τη χρονιά που θα ακολουθούσαν - όπως και έγινε, με την εκπληκτική εξέλιξή του, στη διαδρομή του εικοστού αιώνα και ως τις μέρες μας.
 
Η Εξέλιξη της Πόλης
στη Διάρκεια του 20ου Αιώνα


Στις πρώτες τέσσερις δεκαετίες του εικοστού αιώνα η πόλη συνεχίζει σταθερά την ανοδική της πορεία,σε όλους τους τομείς. Στο εμπόριο, τη βιομηχάνια, τη ναυτιλία και - γενικά - στον χώρο της οικονομικής ζωής. ενω παράλληλα αξιόλογες είναι οι επιτεύξεις και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Τούτο οφείλεται βασικά στην ομοιογένεια που διατηρεί, ιδιαίτερα ως το 1922, η πειραϊκή κοινωνία και στην έντονη προβολή μιας τοπικής συνείδησης, που σε τελευταία ανάλυση, διαμορφώνει και την ιδιαιτερότητα της όλης "φυσιογνωμίας" της πόλης. Μια ιδιαιτερότητα που είναι έκδηλη ακόμα και στην αισθητική των δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων της. Με τη σταδιακή επέκταση του ηλεκτροφωτισμού, την ηλεκτροκίνηση του σιδηροδρόμου Αθηνών - Πειραιώς (1904) και των "τραμ" (1909), την ασφαλτόστρωση των κεντρικών οδών και πλατειών - την ίδια περίοδο - και την επίλυση του σοβαρότατου για την πόλη προβλήματος της υδροδότησης, μετά την κατασκευή του φράγματος του Μαραθώνα (1931), αντιμετωπίζονται αποφασιστικά άμεσες και πρακτικές ανάγκες των κατοίκων, με αισθητή βελτίωση της ποιότητας ζωής. Συγχρόνως , μετά την ίδρυση της "Επιτροπείας Λιμένος" (1911), εκτελούνται τα πρώτα μεγάλα από την εποχή της εθνικής παλιγγενεσίας έργα στο λιμάνι (1924-31), με τα οποία αρχίζει ουσιαστικά η προσπάθεια για τον εκσυγχρονισμό του. Και με τη ίδρυση του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (1930) επιλύεται οριστικά και το θέμα της διοίκησης και οργάνωσής του, πάνω σε στέρεες και - κυριώς - ορθολογιστικές βάσεις. Στο ενδιάμεσο αυτό διάστημα (1900-1930) η πόλη εξελίσσεται σημαντικά και μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα της περιόδου (1912-22, Βαλκανικοί πόλεμοι, Α' Παγκόσμιος, Μικρασιατική καταστροφή) έχει, κυριολεκτικά γιγαντωθεί. Ιδιαίτερα, μετα το 1922, ο Πειραιάς γνωρίζει τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή "έκρηξη", με διπλασιασμό του πληθυσμού του, που φτάνει το 1928 τους 251.659 κατοίκους (1920 : 133.428 κατ.) μετά την άφιξη των προσφύγων από την Μικρά Ασία και την εγκατάστασή τους σε συνοικισμούς γύρω από τη παλιά πόλη - τους σημερινούς δήμους Νικαια, Κερατσίνι, Δραπετσώνα κ.α. Η εγκατάσταση των προσφύγων παρά τα σοβαρότατα προβλήματα που αρχικά δημιούργησε και τα οποία - τελικά - με υπεράνθρωπες προσπάθειες ξεπεράστηκαν, μπορεί να συνετέλεσε σε κάποια αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης του τόπου, αλλά υπήρξε και χρήσιμη αλλά και παραγωγικά αποδοτική. Γιατί ενίσχυσε την οικονομία της χώρας με ένα αξιόλογο έμψυχο δυναμικό που η συμβολή του εκτιμήθηκε ως απόλυτα θετική για τα τοπικά και - ακόμη - για τα ευρύτερα εθνικά πλαίσια.

Η πολεμική περιπέτεια του έθνους (1940-44) είχε τις ανάλογες επιπτώσεις στην πόλη και το λιμάνι του Πειραιά. Ιδιάιτερα στο τελευταίο ήταν άμεσες και ανασχετικές στην απρόσκοπτη - ως τότε - λειτουργία του. Τα πολεμικά γεγονότα, όπως ο βομβαρδισμός από γερμανικά "στούκας" και η έκρηξη του α/π "Κλαν Φρέυζερ" (6-4-1941), ο μεγάλος βομβαρδισμός του Πειραιά από τους "Συμμάχους" (11-1-1944) και η ανατίναξη των λιμενικών εγκαταστάσεων, κατά την αποχώρηση των Γερμανών (12-10-1944), είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη σχεδόν καταστροφή του λιμανιού, με ζημιές που, κατά σχετικές εκτιμήσεις της εποχής, υπολογίστηκαν σε 325.000.000 προπολεμικές δραχμές. Μεγάλες ήταν και οι καταστροφές στην πόλη (κατάρρευση ενός Ιερού Ναού - της Αγίας Τριάδας - 684 δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων, 56 αποθηκών και εργοστασίων, 3000 πλινθόκτιστων και ξύλινων οικημάτων και σημαντικές ζημιές σε 2.070 δημόσια και ιδιωτικά κτίρια και 146 εργοστάσια και αποθήκες, ενώ βαρύτατος ήταν και ο φόρος αίματος που κατέβαλε ο Πειραιάς - οι θυσίες σε ανθρώπινα θύματα (15.000 περίπου νεκροί, από τους οποίους οι 11.000 από πείνα τον φοβερό χειμώνα του 1941-42).

Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και μετά την αποκατάσταση των ζημιών στο λιμάνι και την πόλη, ο Πειραιάς άρχισε, ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, να ξαναβρίσκει τον συνήθη ρυθμό της ζωής του. Με την εκτέλεση σειράς έργων στο λιμάνι, που προσέλαβαν ευρύτερη έκταση μετά τις επαναστατικές αλλαγές που σημειώθηκαν στον χώρο των θαλασσίων μεταφορών με την εισβολή των CONTAINERS - και συνεχίζονται ως τις μέρες μας - δημιουργήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις γαι την αναγκαία υποδομή σε εγκαταστάσεις και μέσα, ώστε να μπορεί τούτο να εξυπηρετεί άνετα την σταθερά αυξανόμενη κίνησή του σε μοναδοποιημένα φορτία (τα τελευταία διακινούνται από τον μεγάλο σύγχρονο Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων "Ελευθέριος Βενιζέλος", στο Νέο Ικόνιο). Παράλληλα, στα μέσα της δεκαετίας του '50, άρχισε η προσπάθεια για την ανοικοδόμηση της πόλης, για να πάρει όμως διαστάσεις πραγματικής "κοσμογονίας", στον τομέα αυτό, από την επόμενη δεκαετία, με την ανέργεση πολυόροφων κτιρίων με επιβλητική κυριαρχία του "μπετόν" που, κάτω από την ασφυκτική πίεση των άμεσων αναγκών για στάγαση της εποχής πρόβαλε ίσως ως η μόνη λύση, αλλά που δυστυχώς είχε ως αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή της αισθητικής "φυσιογνωμίας" της πόλης. Ελάχιστα είναι τα νεοκλασικά κτίρια που διασώθηκαν από την σκαπάνη της φθοράς και τα οποία ήδη αξιοποιούνται, ωστε ένα μέρος της πολιτισμικής μας αυτής κληρονομιάς να παραμείνει - τουλάχιστον - αλώβητο. Παρά όμως τις αισθητικές αλλοιώσεις που έχει υποστεί, με ορισμένες αρχιτεκτονικές ακρότητες και, φυσικά, παρά με την γειτνίαση με την Αθήνα, που σε πολλούς τομείς της τοπικής μας ζωής έχει επιδράσει ανασταλτικά, ο Πειραιά, αυτή η σύγχρονη πλέον μεγαλόπολη, διατηρεί ως ένα σημείο - και τούτο είναι παρήγορο - την ιδιαιτερότητά του. Το τελευταίο στοιχείο, αν ενισχυθεί, όπως πιστεύεται με τις απαραίτητες "παρεμβάσεις" της τοπικής ηγεσίας για την δημιουργία περισσοτέρων "εστιών" πρασίνου και πολιτισμού, θα μπορέσει να αποταλέσει "πόλο έλξεως" μεγαλύτερου αριθμού δικών μας και ξένων προς τον Πειραιά. Την πόλη με την πανάρχαια ιστορία αυτήν, επαναλαμβάνω, την συναρπαστική "περιπέτεια" ανάμεσα στους αιώνες - αλλά και το μοναδικό αισθητικό "περίγραμμα" του φυσικού χώρου που την περιβάλλει - και συνθέτει την μοναδικότητα της "λυρικής τοπιογραφίας" της.


Από τους Αρχαιολογικούς χώρους ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν:


Τα υπόγεια κατασκευάσματα μέσα σε βράχους, όπως το «Σηράγγιο» (κοινώς γνωστό ως «Σπηλιά του Παρασκευά»), στην Καστέλλα και η «Σπηλιά της Αρετούσας», στο λόφο της Μουνιχίας, (Προφήτη Ηλία), έργα των προηγμένων προϊστορικών κατοίκων του Πειραιά, των Μινυών, που όμως παραμένουν αναξιοποίητα. Το πρώτο είναι και το σπουδαιότερο. Αποκαλύφθηκε, κατά τον Χρ. Πανάγο, το 1897 και, κατά τον Γ. Ζαννέτο το 1894. Το φυσικό «κοίλωμα» του Σηραγγίου προϋπήρχε αλλά αξιοποιήθηκε, με την εκτέλεση ορισμένων έργων από τους Μινύες. Η στοά του εισχωρεί 12 μέτρα μέσα στο βράχο, κάτω από τη λεωφόρο Φαλήρου (Βασ. Παύλου). Αν και δεν έχουμε θετικές πληροφορίες για το σκοπό, για τον οποίο κατασκευάσθηκε, πιθανολογείται ότι ήταν ιερό, αφιερωμένο στον τοπικό ήρωα Σήραγγο. Στους ιστορικούς χρόνους δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκε ως «Ασκληπιείο» και ως «Πορφυρείο», για την κατεργασία των πολλών προφυρούχων κοχυλιών που αφθονούσαν στην Πειραϊκή ακτή. Αργότερα, πάντως και ως τους ρωμαϊκούς χρόνους στο Σηράγγιο λειτούργησε «βαλανείο» (δημόσιο λουτρό) και τότε κατασκευάστηκαν τα δύο ψηφιδωτά που υπήρχαν εκεί και, κατά περίεργο τρόπο, εξαφανίστηκαν στην περίοδο της Δικτατορίας (1967 - 1974).

Η Σπηλιά της Αρετούσας είναι φυσικό όρυγμα που χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες ύδρευσης των κατοίκων του λόφου. Η είσοδός της βρίσκεται στη δυτική πλευρά του λόφου της Μουνιχίας, στη γωνία των οδών Τσαμαδού και Ρήγα Φερραίου και έχει φραχτεί από πολλά χρόνια, για λόγους ασφαλείας. Σύμφωνα με τις απόψεις των ειδικών αλλά και όπως προκύπτει από σχετικά ανασκαφικά ευρήματα, πρόκειται για τεχνητή γαλαρία σπηλαίου με 165 βαθμίδες, λαξευμένες στο βράχο - και οπωσδήποτε για υδρευτικό έργο.

Το Αρχαίο Θέατρο της Ζέας που κατασκευάστηκε στους Μακεδονικούς χρόνους (τέλη 4ου ή αρχές 3ου αιώνα π.χ.) και βρίσκεται δίπλα στο κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου, σε χώρο μεταξύ των οδών Χαρ. Τρικούπη και Φιλελλήνων (του άλλου, παλαιότερου θεάτρου της Μουνιχίας δεν διασώθηκαν κατάλοιπα ως τις ημέρες μας).

Τα ερείπια από τα κτίσματα της αρχαίας πόλης, που βρίσκονται στο υπόγειο του καθεδρικού ναού της Αγίας Τριάδας.

Ερείπια της κεντρικής Πύλης του αρχαίου Πειραϊκού περιβόλου στη συνοικία «Γούβα του Βάβουλα», όπου προβλέπεται η δημιουργία αρχαιολογικού πάρκου - και κατάλοιπα κτισμάτων ρωμαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκαν στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Πολυτεχνείου - Σκουζέ - Λεωσθένους - Φιλελλήνων.

Τα ερείπια του αρχαίου Πειραϊκού Τείχους - το οποίο κακώς συγχέουν πολλοί με τα Μακρά Τείχη - που σώζονται στην Πειραϊκή Χερσόνησο και σε άλλα σημεία της πειραϊκής παραλίας, κυρίως στην Ηετιώνεια άκρα. Για την προστασία, την αξιοποίηση και ανάδειξη των καταλοίπων του αρχαίου τείχους καταβάλλονται, τα τελευταία χρόνια, προσπάθειες τόσο από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Δήμο, όσο και από τη Διοίκηση του ΟΛΠ. Επίσης από το ΥΠΠΟ έχει ληφθεί μέριμνα για τη διάσωση και αξιοποίηση του ιστορικού και αρχαιολογικού χώρου της Κυνοσούρας (στη Σαλαμίνα).

Δυστυχώς ελάχιστα είναι τα ερείπια των νεωσοίκων, που σώζονται. Οι νεώσοικοι ήταν παραθαλάσσια υπόστεγα, στα οποία αποσύρονταν τα πλοία όταν δεν ταξίδευαν και στην περίοδο της μεγάλης ακμής του πειραϊκού λιμένα (5ος αιώνας π.χ.) το σύνολο των νεοσοίκων έφτανε τους 372. Απ’ αυτούς βρίσκονταν 196 στη Ζέα (Πασαλιμάνι), 82 στη Μουνιχία (Μικρολίμανο) και 94 στον πολεμικό ναύσταθμο Κανθάρου, μέσα στον Κεντρικό λιμένα.

Επιτύμβιοι κίονες και άλλα ταφικά ευρήματα, στην περιοχή της Πειραϊκής Χερσονήσου και στο χώρο, όπου πιθανολογείται ότι είχε ταφεί ο Θεμιστοκλής.

Το 1988, εντελώς τυχαία, στη διάρκεια δοκιμαστικών εκσκαφών, στο τέρμα της οδού ΙΙ ας Μεραρχίας (Πασαλιμάνι), για την κατασκευή υπόγειου «γκαράζ) από το ΥΠΕΧΩΔΕ, η σκαπάνη έφερε στο φως ένα μεγάλης σημασίας αρχαιολογικό εύρημα: τα θεμέλια της περίφημης «Σκευοθήκης» του Φίλωνος. Όπως είναι γνωστό η «Σκευοθήκη», έργο του αρχιτέκτονα Φίλωνα, χτίστηκε μεταξύ 346 - 328 π.χ. Είχε, σύμφωνα με την ενεπίγραφη πλάκα της «συγγραφής υποχρεώσεων» του έργου, που βρέθηκε τον περασμένο αιώνα στη γωνία των οδών Σωτήρος Διός και Βούλγαρη - και δημοσίευσε το 1882 ο Αλέξανδρος Μελετόπουλος - μήκος 123 μέτρων, πλάτος 17 μέτρων, ύψος 30 μέτρων και 36 παράθυρα με δυνατότητα αποθήκευσης πολεμικού υλικού για τον εξοπλισμό 150 ή, κατ’ άλλους, 400 πλοίων.Βρισκόταν στον αρχαίο λιμένα της Ζέας και κατά τις μέχρι πρόσφατα «εκτιμήσεις» στην οδό Σωτήρος, πίσω από τη σημερινή πλατεία Κανάρη, δηλαδή σε απόσταση περίπου 200 μέτρων από το σημείο των τελευταίων ευρημάτων. Δυστυχώς, για καθαρά πρακτικούς λόγους, η διαμόρφωση του σημείου που βρέθηκαν τα κατάλοιπα της «Σκευοθήκης» σε αρχαιολογικό χώρο με ανάλογη προβολή τους ήταν ανέφικτη - και μετά την αποτύπωσή τους από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, αποκαταστάθηκε το τμήμα αυτό της οδού ΙΙ ας Μεραρχίας στην προηγούμενη μορφή του. Ελάχιστα από τα ερείπια της «Σκευοθήκης» διασώζονται σε υπόγειο οικοδομής, στην οδό Υψηλάντου.
 
Έργα Τέχνης


 Την πόλη κοσμούν προτομές πολλών Πειραιωτών που διακρίθηκαν στα γράμματα και τις τέχνες (Λ.Πορφύρα, Π. Νιρβάνα, Κ. Βολανάκη, Δ. Βουτυρά, Θ. Αφεντούλη, Αιμ. Βεάκη, Κ. Παξινού, Δημ. Ροντήρη), η προτομή του Αδαμ. Κοραή (έργο του γλυπτη Τ. Παρλαβάντζα), ο ανδριάντας του Γεώργιου Καραϊσκάκη, στην ομώνυμη πλατεία (έργο της γλύπτριας Λουκ. Γεωργαντή), το άγαλμα της Μητέρας, έργο του γλύπτη - ακαδημαϊκού Γ. Παππά, η προτομή του προέδρου της «Επιτροπείας Λιμένος» Δημ. Καλλιμασιώτη, στη διάρκεια της θητείας του οποίου κατασκευάστηκαν τα πρώτα μεγάλα έργα στο λιμάνι, το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα (έργο του γλύπτη Γ. Γαγγάκη), στην ακτή.

Μιαούλη, το μαρμάρινο άγαλμα του Λέοντος του Πειραιά, πιστό αντίγραφο του πρωτότυπου που βρίσκεται στη Βενετία (έργο του γλύπτη Γ. Μέγκουλα) στην περιοχή Ξαβερίου, άγαλμα με τον τίτλο «Νεότης» (έργο του γλύπτη Γ. Καστριώτη), το άγαλμα της ηρωϊδας Ενικής Αντίστασης Ηρώς Κωνσταντοπούλου (έργο του γλύπτη Νικόλα), ο ανδριάντας του ήρωα υποπλοιάρχου Παναγ. Βλαχάκου (στην πλατεία Τερψιθέας) και οι δύο χάλκινοι ανδριάντες, που πρπόσφερε στο Δήμο Πειραιώς ο αείμνηστος ιστορικός συγγραφέας και επίλεκτος Πειραιώτης Ιωαν. Αλ. Μελετόπουλος: του Θεμιστοκλή (έργα του γλύπτη Νικόλα), στο χώρο μπροστά από τον ομώνυμο κήπο (γνωστό πλατύτερα ως «Τιτάνειο») και του Ελευθερίου Βενιζέλου (έργο του γλύπτη Γ. Κανακάκη) στον κήπο, μπρρστά από τον ιερό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου.Τέλος, από τους μνημειακούς χώρους αναφέρουμε το μνημείο του Γ. Καραϊσκάκη, στο Ν. Φάληρο και κοντά στο ομώνυμο Στάδιο και το μνημείο του Αφανούς Ναύτη - έργο «μοντέρνας» τέχνης - στον όρμο «Μπαϊκούτση» της Πειραϊκής χερσονήσου.
 
 
 
 
 
 
 
ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΑΠΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
 
 
 
ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
1940
-
     Γεννήθηκε στον Πειραιά στα 1940, σπούδασε φιλολογία, και εργάζεται σαν εκπαιδευτικός. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές «Ομιλίες του Θεού και της Θάλασσας» (1962), «Ο πρίγκιπας των Κρίνων» (1964), «Οι προτάσεις αθωότητας» (1967), «Ποιήματα χαρισμένα στον ποιητή Κόντε Διονύσιο Σολωμό» εξέδωσε με τίτλο «Μικρό Ανθολόγιο Παγκόσμιας Ποίησης» Λόρκα, Γ. Μπλέϊκ, Ιαπωνική και Κινέζικη ποίηση. Επίσης εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Οι Εφιάλτες» (1974).

     Ο Ανδρέας Αγγελάκης έχει λεπταίσθητη εικόνα και μια ρομαντική αβρότητα στους συγκινησιακούς κραδασμούς του.

ΑΛΕΞΙΟΥ ΜΑΝΩΛΗΣ

1907 - 1963
     Ο Μανώλης Αλεξίου (ποιητής) γεννήθηκε στα 1907 στον Πειραιά. Ήταν υπάλληλος του Επικουρικού Ταμείου Υπαλλήλων Πετρελαιοειδών. Περνούσε τις ελεύθερες ώρες του με το γράψιμο και το διάβασμα στη «Δημοτική Βιβλιοθήκη» του Πειραιά. Έκανε συχνά παρέα με τους νεαρούς, τότε, διανοούμενους, Γιώργο Καρατζά, ποιητή πρόωρα χαμένο, φοιτητή της Νομικής Σχολής τότε, τον επίσης πρόωρα χαμένο ποιητή Νίκο Καββαδία, τον αείμνηστο γιατρό Γιώργο Ρόζεμπεργκ, τον μιχάλη Παπαθεοδώρου, το Γιώργο Βουνελάκη, φοιτητή της Νομικής τότε και άλλους που αποτελούσαν μια από τις ζωηρότατες φιλολογικές παρέες νέων στον Πειραιά. Στην παρέα εκείνη ο Μανόλης Αλεξίου, πράος, και μειλίχιος, αλλά πάντα με θερμά ενδιαφέροντα για την Τέχνη και την κοινωνία, ήταν εξαιρετικά συμπαθής.
     Αργότερα ο Μανόλης Αλεξίου έγινε διευθυντής του ταμείου στο οποίο εργαζόταν. Ο πόλεμος, οι περιπέτειες του έθνους, οι μετοικήσεις και ανασυνδυασμοί της ζωής είχαν διαλύσει την παλιά πειραιώτικη παρέα. Μα οι θύμησες κρατούσαν ζωντανή την αγάπη.
Ο Μανώλης Αλεξίου πέθανε στα 1963, νέος ακόμα.
     Παρουσιάστηκε στα Γράμματα από τις στήλες έγκυρων περιοδικών της Αθήνας και του Πειραιά από το 1929. Συλλογές ποιημάτων εξέδωσε δύο: τα «Τοπία δίχως ουρανό», στα 1935 και στα 1960 τη «Μουσική με σπασμένα πλήχτρα».
     Η ποίηση του Μανόλη Αλεξίου είναι ποίηση νοσταλγίας εκείνου που δεν ήρθε. Και η πίκρα για κείνο που ήρθε και δεν μας ικανοποίησε. Η νοσταλγία της χαράς που χάθηκε, χωρίς ποτέ νάρθει. Η λαχτάρα του ανέφικτου παραδείσου.

ΑΛΕΞΙΟΥ ΜΟΣΧΑ

1908 -
     Η Μόσχα Αλεξίου γεννήθηκε στον Πειραιά στα 1908. Στα 1937, τύπωσε τη μόνη συλλογή της ποιημάτων: «Μυστικός Δείπνος».Είναι περίεργο πως η Μόσχα Αλεξίου έμεινε σε μια ποιητική συλλογή - ως τώρα, αν και ταλαντούχος.
     Η ποίησή της ανήκει στην παράδοση, αλλά μια παράδοση, χαλαρή και με κάποια ελευθερία στους ρυθμούς και την ισοσυλλαβία.
     Η ποίησή της είναι χυμώδης με πλούσια εικονοπλασία, με εσωτερικές ρίζες και εξωτερικές, πλούτο μεταφορών, συχνά, στα ποιήματά της, με ρυθμούς ζωηρούς και λυρισμό φλογώδη, ώρες - ώρες.
ΑΡΓΕΣΤΗ ΕΛΕΝΗ
 
     Ποιήτρια και πεζογράφος, γεννήθηκε στον Πειραιά. Η καταγωγή της είναι από τη Μικρασία. Μεγάλωσε στις λαϊκές συνοικίες της πειραιώτικης φτωχολογιάς. Και τα βιώματα των παιδικών της χρόνων μείναν και μένουν, ο πυρήνας του ψυχισμού της, ως τώρα. Είναι υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών. Είχε απολυθεί στη διάρκεια της δικτατορίας, για τα φρονήματά της. Η Ελένη Αργέστη στα Γράμματα παρουσιάστηκε στα 1965, αν και έγραφε χρόνια πριν, με την ποιητική της συλλογή «Γκρίζα Πολιτεία». Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τη δεύτερη συλλογή της : «Πολιτεία Γκρίζα», σειρά δεύτερη, όπου κυριαρχούν τα παλιά παιδικά της βιώματα. Στα 1969 κυκλοφόρησε την Τρίτη ποιητική συλλογή: «Καημοί στα μουράγια», στα 1972 τη συλλογή «Θαμπά φιλιστρίνια», στα 1973 τη συλλογή διηγημάτων «Στο ραγισμένο καθρέφτη» και στα 1974 κυκλοφόρησε το «Τραγούδι της λεβεντιάς και του Θανάτου». Την ποίηση της Ελένης Αργέστη διακρίνει ρεαλισμός και αγάπη στο φτωχό, εργαζόμενο άνθρωπο. Καημός της έγινε καημός του. Συγκινησιογόνα ερεθίσματα της ποιητικής της δημιουργίας είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος η ζωή του εργατικού ανθρώπου. Κι ο Πειραιάς, στα ποιήματά της δεν είναι πια ένα σύνολο ανθρώπων, μια πολιτεία, είναι μια γυναίκα, μια μάνα που πονάει κι ακόμα υψώνεται μέσα στο βίωμά της σάμπως ένα ον συνθετικό και πολύψυχο, ένα ον μεγάλο κι αλλόκοτο, αποτελεσμένο από άψυχα κι έμψυχα. Κι ένα ον πάσχον κι αγαπημένο.
ΒΑΛΒΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
1903 -
     Ο Κώστας Βάλβης γεννήθηκε στον Πειραιά στα 1903. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο εκεί. Κι από το Δημοτικό κι ύστερα, αρχίζει μια ζωή, σχεδόν, αλά Γκόρκυ. Φτωχός και αναγκασμένος να κερδίσει από μικρός τη ζωή του, με τον ιδρώτα του προσώπου του. Και έγινε τσαγκάρης. Άλλαξε διάφορα επαγγέλματα. Κατάληξε μεταλλωρύχος. Και στο τέλος κατόρθωσε να γίνει έμπορος - και αργότερα εκδότης - περιοδικών και εφημερίδων.
     Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα κατατάχτηκε εθελοντής και από τις στερήσεις και τις κακουχίες αρρώστησε και έπαθε η ακοή του βλάβη ανεπανόρθωτη.
     Στο χώρο των Γραμμάτων παρουσιάστηκε στα 1928, εικοσιπέντε χρονών, με την έκδοση του «Περαϊκού ημερολογίου», που την επιμέλειά του είχε ο εκλεκτός Πειραιώτης λογοτέχνης Χρήστος Λεβάντας. Το πρώτο του λογοτεχνικό έργο το παρουσίασε ο εκδοτικός οίκος Γκοβόστη, στα 1937, μια νουβέλα με τίτλο: «Όταν αλήτευα», και στα 1938 τη δεύτερη νουβέλα «Πικρή γη», που συνέχιζε το μύθο της πρώτης. Η πεζογραφία του Κώστα Βάλβη, του συγγραφέα με την πολυκύμαντη και πολυτάραχη ζωή, ανήκει στη σχολή του κριτικού ρεαλισμού. Μας δίνει την κίνηση της ανθρώπινης ψυχής, συγκινήσεις, συγκρούσεις, ελπίδες όπως εκβλαστάνουν από την ψυχή κάτω από τους καθορισμούς της αντικειμενικής κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας.
 
ΒΕΛΛΙΑΝΙΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
1863 - 1933
     Δημοσιογράφος, λογοτέχνης και πολιτικός. Γεννήθηκε στον Πειραιά, αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Ρωσία, όπου έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Γυρίζοντας στην Ελλάδα, νέος άντρας πια, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία κι εργάστηκε σ’ όλες σχεδόν τις εφημερίδες της εποχής. Υπήρξε απ’ τους πρώτους μεταφραστές της Ρωσικής Λογοτεχνίας, εκδίδοντας μάλιστα και δίτομη Ιστορία της, για τη μέχρι το Γκόγκολ περίοδο. Έγραψε πλήθος ιστορικά μελετήματα και άρθρα, τόσο στα ελληνικά, όσο και στα γαλλικά κι αγγλικά. Αναφέρουμε αυτά που κυκλοφόρησαν σε βιβλία: «Η Δούκισσα της Πλακεντίας», «Η Κόμησσα Θεοτόκη», «Οι πρώτοι ιδρυταί της Φιλικής Εταιρείας», «Η πολιτική κατάστασις κατά το 1897». Ο Βελλιανίτης έγραφε σε απλή, δημοσιογραφική γλώσσα, πάντα όμως στην καθαρεύουσα, με μορφή εκλαϊκευτική. Γι’ αυτό και το έργο του αγαπήθηκε πολύ στην εποχή του. Από το 1895 μέχρι το 1924 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής και διατέλεσε αντιπρόεδρος της Βουλής και υπουργός Παιδείας. Είναι ο πρώτος που εισηγήθηκε και πέτυχε την πρόσληψη γυναικών υπαλλήλων στις τηλεπικοινωνίες, που τότε (1916) οργάνωνε η Ελλάδα.

ΒΛΑΜΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

1920 - 1974
     Μια απ’ τις γνωστές και δυνατές πεζογράφους μας. Γεννήθηκε στον Πειραιά και καταγόταν απ’ το Γαλαξείδι, την πόλη αυτή των καραβοκύρηδων που τη ζωντάνεψε μαζί με τους ανθρώπους της σε δύο της βιβλία, που αποτελούν σταθμό στα Γράμματά μας. Η Εύα Βλάμη σπούδασε μουσικη, αλλά από νέα πολύ αφιερώθηκε στη Λογοτεχνία.
     Στα 1947 κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Γαλαξείδι» και υπότιτλο «Η μοίρα μιας ναυτικής πολιτείας», που αμέσως την καθιερώνει. Στα 1950 θα κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο της, το περίφημο μυθιστόρημα «Σκελοτόβραχος», που πάλι μας μιλά για το Γαλαξίδι και για τη ναυτοσύνη. Εδώ όμως η Εύα Βλάμη φέρνει σε σύγκρουση δύο πάντα αντιμαχόμενα στοιχεία, σε μια στιγμή όπου δίνεται η θανάσιμη πάλη μεταξύ τους: της παράδοσης και του σύγχρονου πολιτισμού, των ιστιοφόρων με τα ατμόπλοια. Οι δύο κεντρικοί ήρωες του βιβλίου, ο καπετάν Σκλετόβραχος κι ο καπετάν Γιάννακας, εκπρόσωποι, ο πρώτος της παράδοσης, κι ο δεύτερος του πολιτισμού, θα συγκρουστούν θανάσιμα. Πλαίσιο αυτής της πάλης πάντα το Γαλαξίδι κι η ζωή των ναυτικών.
Άλλα δύο βιβλία θα κυκλοφορήσει η Εύα Βλάμη μέχρι που να φύγει, τόσο πρόωρα από τη ζωή. Στα 1958 θα μας δώσει το μυθιστόρημα - θρύλο «Τα όνειρα της Αγγέλικας», και στα 1963 άλλο ένα μυθιστόρημα, όπου ζωντανεύουν νέοι θρύλοι - σύμβολα, «Στον αργαλειό του Φεγγαριού». Στα δυο τελευταία της αυτά βιβλία η Βλάμη ξεφεύγει απ’ τη θαλασσινή και ναυτική περιγραφή για να μας δώσει μια νέα μορφή ηθογραφίας γεμάτη αλληγορίες και σύμβολα. Ελληνοκεντρική συγγραφέας με θαυμαστή περιγραφική δύναμη η Εύα Βλάμη, οπωσδήποτε δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το έργο της. Μετά το θάνατο του αγαπημένου συζύγου της κι εξαίρετου λόγιου και φιλόσοφου κριτικού, Παναγή Λεκατσά αποζητούσε κι η ίδια τη φυγή απ’ τη ζωή, και τελικά πέθανε σε ηλικία όπου άλλοι συγγραφείς ωριμάζουν δημιουργικά. Μα και τόσο που είναι το έργο της θα παραμείνει σαν η καλύτερη ναυτική φιλολογία μας, μετά τον Ανδρέα Καρκαβίτσα.
 
ΒΟΤΣΗ ΟΛΓΑ
1924 –
     Ποιήτρια. Εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1946, με την ποιητική συλλογή «Ύμνοι». Το πραγματικό της όνομα είναι Όλγα Πλατή και γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και γερμανική φιλολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Εργάστηκε σαν εκπαιδευτικός στην Αθήνα, στον Πειραιά και στην Κύπρο. Γράφει πάντα ποιήματα και τα βιβλία της με χρονολογική σειρά εμφάνισης είναι: «Ερημικά» (1951), «Ενδόμυχα» (1953), «Αγέρινα» (1955), «Ύπαρξη και Σιωπή» (1958), «Πρώτη ρίζα» (1962), «Ο Μεγάλος Ήχος» (1965), «Κρύπτη και Σύνορο» (1970, Κρατικό Βραβείο για την Ποίηση), «Γυμνά πέλματα» (1973). Έχει μεταφράσει ακόμη ξένους ποιητές και πεζογράφους.
     Η ποίησή της μυστικιστική, θρησκευόμενη, θεάται τα ανθρώπινα με δυσπιστία που καμιά φορά την οδηγεί ως την απαισιοδοξία. Μα παραμένει πάντα, μια ποίηση του καιρού, όχι άσχετη από τα σύγχρονα βιώματα, μια ποίηση όχι προφητική ή μελλοντική, αλλά οπωσδήποτε συγκινημένη από την ανθρώπινη μοίρα.
 
ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ ΤΟΥΛΗ
1939 –
     Ποιήτρια κι εκπαιδευτικός. Γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε στο τμήμα Αρχαιολογίας - Ιστορίας, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα 1974 κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή που βρήκε ευμενή απήχηση στην κριτική.
 
ΔΕΜΕΝΑΓΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ
1916 -
     Ευθυμογράφος. Γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά. Από το 1946 ωστόσο είναι δημοσιογράφος στον περιοδικό Τύπο, τακτικός συνεργάτης εβδομαδιαίων, λαϊκών περιοδικών, όπου δημοσιεύει εύθυμες ιστορίες. Έχει τυπώσει και τρία βιβλία: δύο πεζογραφήματα («Άνθρωποι και καρύδια» και «Καλημέρα γέλιο») και μια συλλογή πατριωτικών ποιημάτων: «Σαλπίσματα δόξας».

ΖΕΡΒΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

1935 -
     Ποιητής και νομικός. Γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στα 1956 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Πορεία των Ίσκιων», που η Κριτική τη δέχτηκε με συμπάθεια, αναγνωρίζοντας το ταλέντο και την ειλικρίνεια του νέου ανθρώπου που έγραφε από ανάγκη να εκφρασθεί. Στα 1957 κυκλοφόρησε ένα δεύτερο ποιητικό βιβλίο, τις «Μορφές και τα σύμβολα» και στα 1960 τη «Ρίζα του Ήλιου». Από τότε, κι ανεξήγητα, σώπασε, παρόλο που στο τελευταίο του βιβλίο είχε δείξει πως το ταλέντο του ωρίμαζε κι έφτανε ως πιο διεισδυτικώτερες αναζητήσεις μέσα στην ανθρώπινη ψυχή.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

1907 -
     Ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές. Ύστερα πήρε πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπήρξε δημοτικός σύμβουλος του Πειραιά για χρόνια και στα 1957 διετέλεσε δήμαρχος. Είναι ο ιδρυτής και πρόεδρος της «Φιλολογικής Στέγης Πειραιά», πρόεδρος της «Καλλιτεχνικης Εστίας», της «Επιτροπής Πειραϊκών Μελετών», της «Επιτροπής Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων» και άλλων κοινωνικοπνευματικών ιδρυμάτων. Τέσσερις ποιητικές συλλογές κι ένα πεζογράφημα συγκροτούν το έργο του Θεοχάρη που έχει εκδοθεί. Το πρώτο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Φωνές χωρίς ήχο» κυκλοφόρησε στα 1927, όταν ο Θεοχάρης ήταν ακόμη σπουδαστής. Στα 1930 κυκλοφορεί η συλλογή του «Θλιμμένοι Ναζωραίοι», με παραδοσιακά ποιήματα, που καταδεικνύουν το ταλέντο του. Στα 1956 θα εκδώσει, ύστερα από μακροχρόνια σιωπή, τη συλλογή «Αθόρυβη φλόγα», που εξακολουθεί στον ίδιο παραδοσιακό τόνο λυρικής αισθηματολογίας με αξιώσεις, αλλά πάντα έξω απ’ το πνεύμα της εποχής. Μόνο στα 1960 θα κυκλοφορήσει το λυρικό πεζογράφημά του « Ο θάνατος του κότσυφα», που είναι ένας εσωτερικός μονόλογος «με τραγικό ανθρώπινο βάθος», όπως θα πει ένας απ’ τους κριτικούς του, ο ποιητής του Πειραιά Στέλιος Γεράνης. Με τα βιβλία αυτά ο Θεοχάρης συμπληρώνει έναν κύκλο πνευματικής ζωής που τον γεμίζει η όλη του κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα κι αγάπη για τον Πειραιά.

ΙΑΤΡΙΔΗ ΙΟΥΛΙΑ

1914 -
 
     Σύγχρονη πεζογράφος και μεταφράστρια από τις πιο αξιόλογες της μεταπολεμικής γενιάς. Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο και πατέρας της ήταν ο μουσικός και διευθυντής ορχήστρας Ιωσήφ Μπουστίντουϊ. Ετσι, μετά τις εγκύκλιες σπουδές της η Ιουλία Ιατρίδη πήρε μαθήματα βιολιού στο Ωδείο Αθηνών κι αργότερα εργάσθηκε σε διάφορες ορχήστρες σαν σολίστ. Άρχισε να γράφει στις σκοτεινές μέρες της Κατοχής.
     Τα πρώτα της διηγήματα η Ιουλία Ιατρίδη άρχισε να δημοσιεύει στη «Νέα Εστία» από το 1952. Στα 1954 ένα διήγημά της βραβεύθηκε στο διεθνή διαγωνισμό διηγήματος που είχε οργανώσει η εφημερίδα «Κήρυξ - Βήμα» της Νέας Υόρκης. Την ίδια χρονιά εξέδωσε και το πρώτο της βιβλίο «Τρία Πρόσωπα», που αποτελούνταν από τρία μεγάλα διηγήματα. Στα 1958 κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της «Καβαλάρης στον Άνεμο», που παίρνει το βραβείο Κώστα Ουράνη και στα 1963 εκδίδει ένα άλλο μυθιστόρημα, «Τα πέτρινα λιοντάρια», που θα πάρει το Β’ Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας.
     Παράλληλα η Ιουλία Ιατρίδη, ξέροντας καλά τα ισπανικά ,έχει φιλοτεχνήσει θαυμάσιες μεταφράσεις έργων από το ισπανικό θεατρικό ρεπερτόριο και την ισπανική λογοτεχνία γενικά. Πολλές απ’ τις μεταφράσεις της σε θεατρικά έργα έχουν παιχθεί μ’ επιτυχία από μεγάλους αθηναϊκούς θιάσους. Στα 1969 έχουν κυκλοφορήσει στη σειρά «Παγκόσμιο Θέατρο» των εκδόσεων «Δωδώνη» δύο μεταφράσεις της Ιατρίδη στα έργα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: «Τα μάγια της Πεταλούδας» και «Οι φασουλήδες του Κατσιπόρρα». Άλλες της μεταφραστικές εργασίες σε έργα του Θερβάντες, του Χιμένεθ, του Ουναμούνο, του Λόπε Δε Βέγα κτλ. Έχουν παιχτεί στο ραδιόφωνο, διασκευασμένες από την ίδια ή δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά.
     Η μεταφραστική και διασκευαστική εργασία της για το Ραδιόφωνο και την Τηλεόραση είναι εκτεταμένη, και μέσα στα πλαίσιά της υπάρχουν και έργα Νεοελλήνων συγγραφέων, όπως η «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» του Άγγελου Τερζάκη, οι «Σουλιώτες» του Μιχ. Περάνθη, «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου» της Πηνελόπης Δέλτα, κι άλλα. Διηγήματά της τέλος έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές Ανθολογίες κι έχουν μεταφραστεί στο εξωτερικό.
Σαν πεζογράφος η Ιουλια Ιατρίδη είναι φειδωλή στην κυκλοφορία και δημοσίευση.

ΚΑΜΠΕΡΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ

1920 - 1974
     Πειραιώτης ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και δικηγορούσε μέχρι την ημέρα του θανάτου του, το Μάη του 1974. Έχοντας τελειώσει παράλληλα και τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ο Καμπέρος άφησε από πολύ νέος το ταλέντο του να εκδηλωθεί. Έγραψε ποιήματα και θεατρικά έργα. Το πρώτο του έργο με τίτλο «Γαβρήλος» γράφτηκε κι ανέβηκε στο Δημοτικό Πειραιά, το 1934, όταν ο δημιουργός του ήτα μόλις 14 ετών. Ακολουθούν τα έργα: «Αδικημένα Νιάτα» (1938, Δημοτικό Πειραιά), «Δολοφόνοι» (1938), «Τυφλός Βιολιστής» (1939), «Άνθρωποι δίχως πρόσωπο» (1940), «Για λίγο φως» (1941), «Γκρεμιζει το σπίτι μας» (1947, α’ βραβείο Θεάτρου Τέχνης). Το έργο μεταφράστηκε στα βουλγαρικά, και στα ρωσικά και παίχθηκε το 1965 στο Θέατρο της Σόφιας. «Κατά φαντασίαν δον Ζουάν» (1949), «Προμαχώνες» (1948), «Ο κόσμος ανάποδα» (1951), «Καημός του λιμανιού», (1956), «Γαλάζιο Πουλί» (1960), «Ηλιογέννητη» (1962), «Άνθρωποι της δεκάρας» (1961), «Ηλέκτρα» (1960), «Όταν κλείνουν το δρόμο» (1960). Ακόμη έχει και τρία τρίπρακτα δράματα που δεν έχουν δει το φως της Σκηνής.
     Ο Καμπέρος εξέδωσε και τα ακόλουθα ποιητικά βιβλία: «Αντίθεση» (1941), «Ελντάμπα» (1945), «Τζερεμίο» (βραβείο Σικελιανού 1952), «Σφιγξ» (1954), «Παράξενη Ραψωδία» (1955), «Οι σημαίες της Ειρήνης» (1965). Μετά το θάνατό του η γυναίκα του φρόντισε την έκδοση της τελευταίας του ποιητικής συλλογής «Πρωινές ανταύγειες» (1975). Μια άλλη σημαντική προσφορά του Καμπέρου ήταν η έκδοση του τόμου με τίτλο «Σύγχρονοι Βούλγαροι ποιητές» που μετέφρασε κι επιμελήθηκε ο ίδιος.
ΚΑΡΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
1918 - 1949
     Ποιητής και πεζογράφος, που χάθηκε πρόωρα δίνοντας ο ίδιος τέλος στη ζωή του, με τραγικό τρόπο. Γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές. Από μαθητής Γυμνασίου ακόμη έγραφε ποιήματα και διηγήματα, κι έδωσε διαλέξεις. Στα 1937 ίδρυσε το σύλλογο «Καλλιτεχνική Συντροφιά», κι ανέβασε σε δική του διδασκαλία στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά το έργο του Κώστα Χρηστομάνου «Σταχτιά Γυναίκα». Η απόπειρα στάθηκε αποτυχημένη, αφού ο ίδιος ο Χρηστομάνος όταν εξέδωσε το έργο αυτό σε βιβλίο έγραφε στον πρόλογο του, ότι δεν είναι για να παίζεται από σκηνής μα για να διαβάζεται. Αυτή η αποτυχία κι άλλες προσωπικές δυσκολίες (οικονομικές και σπουδαστικές) οδήγησαν το νεαρό ποιητή να καταταγεί εθελοντής στην Αεροπορία.
     Το ξέσπασμα του Ελληνο - ιταλικού πολέμου τον βρήκε σμηνίτη στη Λάρισα κι απογοητευμένο τόσο, ώστε ν’ αποφασίσει το μοιραίο του τέλος. Ήρθε στην Αθήνα με ολιγοήμερη άδεια κι αφού συναντήθηκε με τους φίλους του και γλέντησαν μαζί, ένα Σαββατόβραδο (κατ’ απομίμηση του Καρυωτάκη, που η επίδρασή του ήταν ακόμη έντονη στους νέους διανοούμενους) έγραψε μια επιστολή σ’ ένα φίλο του κι έπεσε στις γραμμές του ηλεκτρικού τραίνου στο σταθμό της Καλλιθέας. Ήταν μόλις 22 χρόνων. Στα 1943 οι φίλοι του κυκλοφόρησαν ένα βιβλίο με τίτλο «Γιώργης Καράλης» - ένας πονεμένος ποιητής», όπου μας δίνουν στοιχεία για τη σύντομη ζωή και το έργο του. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε έν’ άλλο βιβλίο με τίτλο «Κομμάτια απ’ τις σελίδες του Γ. Καράλη», όπου ο αναγνώστης θα βρει μια επιλογή από τα πρώτα του ποιητικά και πεζά γραψίματα.

ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

1924 -
     Λόγιος κι επιμελητής εκδόσεων, ειδικότητα που σπανίζει σήμερα στην εκδοτική δραστηριότητα. Γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε οικονομικές κι εμπορικές επιστήμες. Εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα, στο τμήμα δημοσίων σχέσεων.
     Έχει επιμεληθεί τις εκδόσεις έργων του Καρυωτάκη, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Πρεβελάκη κι άλλων. Στα 1967 κυκλοφόρησε σε βιβλίο το μελέτημά του : «Συμβολή στη Βιβλιογραφία του Π. Πρεβελάκη (1927 - 1967)».
1954-
     Συγγραφέας, ποιητής. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, παιδαγωγικά, κοινωνιολογία. Είναι διδάκτορας Δημόσιας Διοίκησης. Σταδιοδρομία: Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
     Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά, του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Φ.Σ. «Παρνασσός» κ.α.
     Βιβλία: Ποίηση «Ασφυξία» 1974, «Παρθενογένεση - Οι Λησταί» 1974, «Στη Χαραμάδα του Πατώματος» 1976, «Ο Αποχαιρετισμός της Σιωπής» 1977, «Τα Κύματα του Αιγαίου - Το Σχήμα της Θυσίας» 1979, «Μαθητεία Προσώπου» 1981, «Σ’ Εποχή Αμφισβητήσεων» 1983, «Μνήμη αέναη» 1990, «Εικόνες και άλλα» 1995.
     Άλλα: «Κοινοτικά Συμβούλια Προστασίας Ανηλίκων» 1978, «Εξήντα χρόνια από την απόδοση στα Ελληνικά της Κοιλάδας των Ρόδων» 1987, «Η Οικουμενικότητα της Ελληνικής Γλώσσας» 1992, «Επιδράσεις της ιταλικής λογοτεχνίας στην πνευματική ζωή των Ελλήνων από τα μέσα του 18ου αιώνα και εφεξής» 1992, «Η αντιμετώπιση των εκτάκτων αναγκών αρμοδιότητος Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων» 1994, «Οικογένεια και κοινωνική πολιτική» 1994, «Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία απέναντι στη διεθνοποίηση της εκδοτικής αγοράς» 1996, «Η εθελοντική προσφορά στη σύγχρονη κοινωνία» 1996, «3η  και 4η ηλικία. Μία διάσταση» 1996, «Ανάγκη για ένα κοινωνικό πρόσωπο» 1996, «Μια νέα προσέγγιση στην αυτοτέλεια της ζωής και στην αποκατάσταση ατόμων με ειδικές ανάγκες» 1997, «Εθελοντικές οργανώσεις και οι σχέσεις τους με τους κρατικούς φορείς» 1997, «Θέματα επιμόρφωσης εθελοντών κοινωνικής πρόνοιας» 1997, «Θεσμικές ρυθμίσεις αντιμετώπισης των ειδικών ατόμων με νοητική υστέρηση» 1998, «Η συμβολή της εθελοντικής προσφοράς στη χάραξη της κοινωνικής πολιτικής» 1999, «Τρίτη ηλικία και 21ος αιώνας» 2000.
     Έχει τιμηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την Academie Internationale de Lutece της Γαλλίας, και άλλους φορείς για το έργο του, το οποίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Για το έργο του έγραψαν βιβλία οι: Γεώργιος Μ. Παπαχατζής, Γιάννης Σπανόπουλος, Ευάγγελος Ρόζος, Δημήτρης Σιατόπουλος, κ.α.      
ΚΩΣΤΕΑΣ ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ
1906 - 1966
     Ποιητής και πεζογράφος, από τους πιο γνωστούς τύπους του φιλολογικού Πειραιά, όπου γεννήθηκε. Σπούδασε στην Εμπορική Σχολή του Πειραιά και σταδιοδρόμησε σαν υπάλληλος του ΟΛΠ. Ήταν αντιπρόεδρος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της «Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς» και ιδρυτής και πρόεδρος του φυσιολατρικού συλλόγου «Ο Πλάτων», που εξέδιδε το ομώνυμο φιλολογικό περιοδικό. Στα 1945, ο Κωστέας ίδρυσε και το περιοδικό «Πειραϊκά Χρονιά», που με την συμπαράστασή του εκδόθηκαν περίπου 25 τόμοι Πειραιωτικών συγγραφέων.
     Η πνευματική του δραστηριότητα κι η αγάπη του για τον Πειραιά έχουν αφήσει εποχή. Παράλληλα ασχολήθηκε και με την Ποίηση εκδίδοντας τις ακόλουθες συλλογές: «Πορεία Αγάπης» (1949), «Η μπαλλάντα της Λενιώς» (1950), «Ωδή σ’ έναν Ασήμαντο» (1953), «Σκαρδαμούλα» (1956). Λίγο πριν πεθάνει συγκέντρωσε σ’ έναν τόμο τα δημοσιευμένα στον περιοδικό Τύπο πεζογραφήματά του, με το γενικό τίτλο «Εφήμερα», που κυκλοφόρησε στα 1965. Μαζί του χάθηκε ένας άνθρωπος όλο ζωντάνια που αγαπούσε και φρόντισε τον Πειραιά, όσο λίγοι αρμόδιοι.
 
ΛΑΖΑΝΑ ΕΛΕΝΗ
1938 -
     Εκπαιδευτικός, ποιήτρια και πεζογράφος. Γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Συμπλήρωσε τις σπουδές της στη γαλλική και γερμανική Ακαδημία, καθώς και στο Ελληνικό Ωδείο. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Προσδοκία» (1966) και «Αντιθέσεις» (1968).

ΛΑΟΥΡΔΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

1912 - 1971
     Φιλόλογος και συγγραφέας με σημαντικό έργο, που διακόπηκε πρόωρα. Γεννήθηκε στον Πειραιά από ρουμελιώτική οικογένεια και σπούδασε Ιστορία στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Οξφόρδης και του Χάρβαρντ. Για ένα διάστημα ήταν καθηγητής της Ελληνικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Τζωρτζάουν των Η.Π.Α. Διατέλεσε διευθυντής στο τμήμα μελετών της χερσονήσου Αίμου στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
Έχει λάβει μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια κι έχει εκδώσει τα ακόλουθα βιβλία:
     «Ο Ισοκράτης και η εποχή του» (1944), «Σόλων ο νομοθέτης» (1946), «Θέματα Παιδείας» (1953), «Ισιδώρου ομιλία εις Αγ. Δημήτριον» (1954), «Φωτίου ομιλίαι» (1959), «Αρχείον Μακεδονικού Αγώνα της Πηνελόπης Δέλτα», κι άλλα.
     Πολλές μελέτες του, ιστορικές και φιλολογικές έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Ελληνική Δημιουργία», «Νέα Εστία» και «Φιλολογικά Χρονικά». Τα έργα του διακρίνονται εκτός απ’ την επιστημονική τους τεκμηρίωση και την πολυμάθεια του συγγραφέα και για το λογοτεχνικό του ύφος σε όμορφη δημοτική γλώσσα.
 
ΛΕΒΑΝΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
1904 - 1975
     Ένας από τους γνωστότερους σήμερα πεζογράφους μας. Γεννήθηκε στον Πειραιά και το πραγματικό του όνομα είναι Κυριάκος Χατζιδάκης. Η οικονομική ανέχεια και το γεγονός ότι έχασε πολύ μικρός τους γονείς του τον εμπόδισαν ν’ ακολουθήσει ανώτερες σπουδές και τον ανάγκασαν να εργασθεί σκληρά για να ζήσει.
     Σαν βιοποριστικό επάγγελμα διάλεξε τη δημοσιογραφία, που την υπηρέτησε πιστά και συνειδητά επί 40 ολόκληρα χρόνια, τόσο στις τοπικές εφημερίδες του Πειραιά, όσο και σαν ανταποκριτής και τακτικός συνεργάτης μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων.
     Στα Γράμματα εμφανίσθηκε ουσιαστικά από το 1921 δημοσιεύοντας τα πρώτα του διηγήματα στο περιοδικό «Μποέμ» που εξέδιδε ο Κλ. Κλώνης. Το πρώτο του βιβλίο το κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα κι ήταν η συλλογή διηγημάτων «Στο μεθύσι του πόνου». Ακολούθησαν τα βιβλί: «Ίσιος Δρόμος» (1932), «Η φαμίλια του Νώε» (1940), «Ταξίδι στο Άγνωστο» (1949), «Δύο μορφές: Δημ. Βουτυράς, Νικ. Χαντζάρας» (μελέτη, 1952), «Πορεία κόντρα στον τυφώνα» (1957 και β’ εκδ. 1958, «Ιστορίες του Πόρτο Λεόνε» (1960).
     O Μιχ. Περάνθης λέει κάπου τα’ ακόλουθα χαρακτηριστικά για το Λεβάντα: «Η όσφρηση του δημοσιογράφου, η διαίσθηση του λογοτέχνη, και η καλοσύνη του ανθρώπου συνδυάζονται σ’ ολόκληρο το έργο του».
     Επίσης ο κριτικός Γ. Βαλέτας αποκάλεσε τον Λεβάντα Τσέχωφ της Ελλάδας ως αρχιτέκτονα του μικρού διηγήματος της ζωής.


 
ΜΑΚΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
1871 - 1942
     Λόγιος συγγραφέας και κληρικός. Γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξέδωσε διάφορα θρησκευτικά περιοδικά και το 1907 χειροτονήθηκε κληρικός. Εξακολούθησε να συνεργάζεται σε χριστιανικά έντυπα, όπου παράλληλα με τα άλλα δημοσιεύματά του δημοσίευε και νουβέλες και ιστορικά διηγήματα. Σε βιβλία εξέδωσε μόνο θεολογικά συγγράμματα.

ΜΑΚΡΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ

1906 -
     Μεταφραστής, λογοτέχνης και δικαστικός. Γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ακολούθησε το δικαστικό κλάδο, απ’ όπου αποχώρησε στα 1960 κι από τότε δικηγορεί. Έγραψε και δημοσίευσε από πολύ νέος ποιήματά του, παραδοσιακής μορφής σε λογοτεχνικά περιοδικά. Αλλά το κύριο έργο του είναι οι άψογες μεταφράσεις των Ιταλών λογοτεχνών και Γάλλων, που πολλές τους έχουν κυκλοφορήσει και σε βιβλία.
     Τελευταία, μετέφρασε πολλά διηγήματα του Πιραντέλλο, ενώ δικά του διηγήματα έχουν δημοσιευτεί στα «Κριτικά φύλλα», στη «Νέα Εστία», στην «Καινούργια Εποχή» και σ’ άλλα έντυπα.

ΜΑΛΑΝΟΣ ΤΙΜΟΣ

1897 -
     Σημαντικός κριτικός τα των νεωτέρων Γραμμάτων μας, που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το έργο του Καβάφη. Γεννήθηκε στον Πειραιά, μα ανατράφηκε κι έζησε στην Αλεξάνδρεια, απ’ όπου έφυγε στα 1965, όταν διαλύθηκε οριστικά η εκεί παροικία. Από τότε εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, συνεχίζοντας το δημιουργικό του έργο που περιλαμβάνει πολλούς τόμους κριτικής για σημαντικά θέματα και πρόσωπα της Λογοτεχνίας μας, εκτός από τον Καβάφη, που αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα αυτού του έργου.
     Ο Τίμος Μαλάνος παρουσιάσθηκε στα Γράμματα επίσημα, το 1933 (προηγούμενα είχε δημοσιεύσει μερικά δοκίμιά του σε περιοδικά) με το βιβλίο του «Ο ποιητής Κ.Π. Καβάφης» (ο άνθρωπος και το έργο του). Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε τα «Συμπληρωματικά Σχόλια» πάνω στο έργο του για τον Καβάφη και στα 1938 κυκλοφορεί στην Αλεξάνδρεια το βιβλίο του «Ένας Ηγησιακός Καρυωτάκης». Ακολουθούν τα «Κριτικά Δοκίμια» (1940) και «Η Μυθολογία της Καβαφικής Πολιτείας» (1943).
     Στα 1944 εξέδωσε σε βιβλίο δύο πολύ καίρια μελετήματά του: «Ο ποιητής Κ. Βάρναλης» και «Παπαδιαμάντης». Στα 1951 εκδίδει το μελέτημά του «Η ποίηση του Σεφέρη», που είναι η πρώτη απόπειρα συστηματικής μελέτης του έργου του μεγάλου ποιητή, έξω από μια προηγούμενη εργασία του Ανδρέα Καραντώνη.
     Δύο χρόνια αργότερα εκδίδει τη μελέτη «Καβάφης - Έλιοτ - είναι πράγματι παράλληλοι;» που αποτελεί μια απάντηση σε σχετικό άρθρο του Γ. Σεφέρη δημοσιευμένο στο περιοδικό «Αγγλο - Ελληνική Επιθεώρηση» του 1947.
     Στα 1953 σημειώνει δεύτερη έκδοση, συμπληρωμένη μ’ ένα παράρτημα το βιβλίο του «Η ποίηση του Σεφέρη», ενώ στα 1957 εκδίδεται σ’ ένα μεγάλο τόμο με τον τίτλο «Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης - ο άνθρωπος και το έργο του», όλα όσα είχε γράψει κι εκδώσει για τον Αλεξανδρινό ποιητή, μέχρι τότε, συμπληρωμένα με μια μελέτη του που τιτλοφορείται «Από τα Καβαφικά μου τετράδια». Η έκδοση αυτή είναι η οριστική και στις σελίδες αυτού του βιβλίου θα πρέπει να καταφύγει ο σύγχρονος αναγνώστης που θέλει να ‘χει μια πλήρη εικόνα του καβαφικού έργου.
     Στα 1962 ο Μαλάνος κυκλοφορεί το βιβλίο «Δειγματολόγιο», όπου περιέχονται διάφορα κριτικά του δοκίμια, ενώ στα 1963 βγαίνει στο φως ο «Καβάφης 2» όπου περιλαμβάνονται νεώτερα σημειώματα πάνω στα καβαφικά θέματα και μια δεύτερη σειρά των «Φύλλων τετραδίου». Στον τόμο αυτό ο Μαλάνος επιχειρεί την ανασκευή πολλών λαθεμένων απόψεων άλλων Καβαφιστών.
     Στα 1965 κυκλοφορεί το μελέτημά του «Σεφέρης ο Κήνσωρ, μια μικρή απολογία», που αποτελεί μια απάντηση στη δυσαρέσκεια που είχε εκφράσει ο Σεφέρης για το πρώτο μελέτημα σχετικά με την ποίησή του που εξέδωσε ο Μαλάνος.
     Η προσφορά του Τίμου Μαλάνου στα Γράμματά μας κι ιδιαίτερα στη μελέτη του Καβαφικού έργου είναι σημαντική, όσο κι αν αμφισβητήθηκε από πολλούς κι όσο κι αν η ταξική τοποθέτηση του κριτικού τον εμπόδισε να φτάσει ως το βάθος των μηνυμάτων του μεγάλου Αλεξανδρινού, που σήμερα μόνο τα αντιλαμβανόμαστε, ή ίσως μόνο τα υποψιαζόμαστε.

ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΣΤΟΥΛΑ

 
     Σύγχρονη πεζογράφος. Γεννήθηκε στον Πειραιά, από Γαλαξειδιώτες γονείς. Στα Γράμματα εμφανίστηκε σχετικά νέα, το 1958, με τη νουβέλλα «Η χώρα με τους ήλιους». Ακολούθησαν άλλα δύο πεζογραφήματα: «Δύο εποχές» (1960) και «Λεωφόρος χωρίς ορίζοντα» (1961). Την άλλη χρονιά εκδίδει το αφήγημά της «Πρόσωπα και φιγούρες» και παίρνει γι’ αυτό το Βραβείο των Δώδεκα. Στα 1964 εκδίδει το πεζογράφημα «Πολιτεία χωρίς ήρωες» και στα 1966 τον «Ένοχο».
     Στη διάρκεια της φασιστικής δικτατορίας, 1967/74, η συγγραφέας ασχολείται με μεταφράσεις θεατρικών έργων, καθώς και σύγχρονων μυθιστορημάτων από την ξένη Λογοτεχνία, που ταυτίζονται με τη δική της ατμόσφαιρα, αυτήν που επικρατούσε στο ως τότε έργο της. Ποια όμως στάθηκε η «ατμόσφαιρα» αυτή;
     Η Κ.Μ. Σα νέα πεζογράφος ακολούθησε τα ρεύματα του καιρού της που απαιτούσαν μια «ανανέωση» στον Πεζό Λόγο. Έπρεπε και στο Νεοελληνικό Μυθιστόρημα να γίνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που συνέβηκε στην Ποίηση. Να περάσουμε από τις «παραδοσιακές» μορφές έκφρασης σε πιο μοντέρνες.
     Έτσι, η Κ.Μ. σαν μυθιστοριογράφος παρασύρθηκε σε παραλογικές αφηγήσεις, όπως έγινε και με πολλούς συγγραφείς, τόσο στην Ελλάδα όσο και σ’ όλο τον κόσμο κατά την ίδια περίοδο. Θα ‘πρεπε να συμβούν τα τρομερά γεγονότα της στυγνής δικτατορίας του ’67 (μ’ όλες τις συναφείς αναταραχές που προηγήθηκαν κι ακολούθησαν» για να σημειωθεί μια νέα πραγματική τούτη τη φορά ανανέωση στο Μυθιστόρημα.
     Στα χρόνια που προηγήθηκαν της πτώσης της δικτατορίας κι αμέσως μετά, η Κ.Μ. σαν συγγραφέας ωρίμασε εξαιρετικά γρήγορα. Και χωρίς η ίδια να τα’ ομολογεί φανερά, εγκατέλειψε τις «παραλογικές» ιδέες της.
     Δύο βιβλία της που είδαν το φως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το μαρτυρούν. Το πρώτο αναφέρεται στα γεγονότα της Σφαγής του Πολυτεχνείου και το δεύτερο σ’ ένα περιστατικό ευθύνης του πνευματικού ανθρώπου απέναντι στην καταπιεστική κι ανελεύθερη ζωή που επέβαλαν στο λαό μας οι δικτάτορες.
     Έτσι, το πεζογραφικό έργο της Κ.Μ., που αναμφισβήτητα έχει και δύναμη κι αγωνία κι ερευνητικότητα, ακολουθεί τώρα ένα νέο δρόμο, που σίγουρα είν’ ο μόνος ή ο πιο σωστός.
 
ΜΟΣΧΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
1925 -
     Λογοτέχνης και μεταφραστής. Γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε Οικονομικές κι Εμπορικές Επιστήμες, καθώς και νομικά, ασκώντας το επάγγελμα του δικηγόρου. Από νέος έχει ασχοληθεί με τη λογοτεχνία κι έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς μελέτες, διηγήματα, μεταφράσεις και θεατρικά και βιβλιοκριτικά σημειώματα.
     Στα 1969 κυκλοφόρησε μια μετάφρασή του στα «Δέκα χορικά από το Βράχο» του Τ.Σ. Έλλιοτ με πλατειά εισαγωγή στο έργο του μεγάλου Άγγλου ποιητή και πολλά σχόλια.

ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ ΓΚΙΚΑΣ

1915 -
     Ηθοποιός και συγγραφέας, γνωστός και με τις δυο του αυτές καλλιτεχνικές ιδιότητες. Γεννήθηκε στον Πειραιά και τελειώνοντας το Γυμνάσιο ακολουθεί την εσώτερη κλίση του για το Θέατρο, εγκαταλείποντας τις πανεπιστημιακές του σπουδές. Στα 1938 θα εμφανισθεί σαν ηθοποιός και μόνιμο στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου, πραγματοποιώντας επιτυχίες σε δύσκολους ρόλους. Αλλά μέχρι τότε, σαν έφηβος και γυμνασιόπαιδο ακόμη, δημοσιεύει φιλολογικά του κείμενα σ’ εφημερίδες και περιοδικά του Πειραιά, και παρουσιάζει από τη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου τρία θεατρικά του πρωτόλεια.
     Η δραστηριότητά του στο θέατρο είναι κορυφαία πάντα: τουλάχιστο 40 πρώτοι ρόλοι, που οι περισσότεροι είναι μέσ’ απ’ τον κύκλο των αρχαίων τραγωδιών από το 1963 διευθύνει τη «Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου», είναι ιδρυτής της «Πειραματικής Σκηνής Πειραιώς» κι έχει σκηνοθετήσει πλήθος παραστάσεις ερασιτεχνικών κι επαγγελματικών θιάσων.
     Σαν πεζογράφος ο Γκ. Μπ. Πρωτοεμφανίστηκε στα 1949 με μια σειρά διηγήματα που τα τιτλοφορεί «Μαριονέττες». Τα θέματα του βίβλου αυτού είναι η ζωή των φτωχών εργατών του Πειραιά, οι φτωχογειτονιές. Τα κατοπινά του βιβλία εκφράζουν όλη την ωριμότητα του πνεύματός του: «¨Το αγόρι της γελαστής Χερσόνησος» (μυθιστόρημα, 1953), «Τελευταίος Εσπερινός» (διηγήματα, 1960), «Ναύαρχος Μιαούλης» (μυθιστορηματική βιογραφία, 1961», « Ο μεγάλος Βάλτος» (μυθιστόρημα, 1965).
Ο Γκίκας Μπινιάρης είν’ ο ολοκληρωμένος πνευματικός άνθρωπος.

ΜΠΟΥΓΑΤΣΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

1911 -
     Θεολόγος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στον Πειραιά και στα 1938 πήρε το πτυχίο του από τη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Έγραψε σχολικά βιβλία κι άλλα μελετήματα στην καθαρεύουσα.
     Αναφέρουμε ανάμεσα στ’ άλλα το βιβλίο του «Η λογοτεχνική επίδρασις της Αγίας Γραφής επί του Διον. Σολωμού» (1957), όπου γίνεται μια προσπάθεια να ερμηνευθεί το έργο του εθνικού μας ποιητή από θεολογικής πλευράς, - μια προσπάθεια όμως όχι και πολύ πετυχημένη.

ΜΠΟΥΧΛΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

1891
     Ποιητής και πνευματική μορφή του Πειραιά, απ’ τις πιο αξιοσέβαστες. Γεννήθηκε στον Πειραιά και ακολούθησε τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Μετά την Απελευθέρωση αποστρατεύθηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη. Από μαθητής Γυμνασίου ακόμη συνεργάζεται σε διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες και στα 1910 εκδίδει στον Πειραιά το περιοδικό «Χαραυγή», όπου συνεργάζονται μεγάλα ονόματα της Λογοτεχνίας μας, όπως ο Δημ. Βουτυράς, ο Παύλος Νιρβάνας, κι άλλοι.
     Στα 1958 όταν επανεκδίδεται στον Πειραιά, από το Χρήστο Λεβάντα το «Περιοδικό μας», ο Μπούχλας δημοσιεύει μια νέα σειρά από ποιήματά του, και στα 1969 κυκλοφορεί τη συλλογή «Φαχίμα» με ποιήματα εμπνευσμένα από την Αίγυπτο, όπου ο ποιητής έζησε σαν αξιωματικός του στρατού στο διάστημα της Κατοχής.

ΠΑΛΛΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

1851 - 1935
     Ποιητής και συγγραφέας, γνωστός περισσότερο σαν μεταφραστής της «Ιλιάδας» κι από τους ακαταπόνητους αγώνες του (μαζί με τον Ψυχάρη και τον Εφταλιώτη).
     Γεννήθηκε στον Πειραιά, αλλά καταγόταν από την ιστορική οικογένεια των Πάλληδων της Ηπείρου. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στον Πειραιά και για ένα διάστημα σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
     Λόγοι οικονομικοί τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του και να φύγει το 1869 για το Μάντσεστερ της Αγγλίας, για να εργαστεί κοντά σ’ έναν έμπορο θείο του. Εκεί, η εργατικότητα, η εξυπνάδα του κι ο ζήλος του ν’ αναδειχθεί τον κατάστησαν γενικό διευθυντή των επιχειρήσεων του Οίκου Ράλλη, αφού πρώτα πέρασε απ’ όλη την κλίμακα της υπαλληλίας, ταξιδεύοντας στις Ινδίες και σ’ όλη την Ευρώπη, για λογαριασμό των εργοδοτών του.
     Τελικά εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Λίβερπουλ διευθύνοντας τον μεγάλο αυτό εμπορικό οίκο. Παράλληλα, ωστόσο, ασχολούνταν με το φιλολογικό διάβασμα και γράψιμο, συμπληρώνοντας τις γνώσεις του.
     Από τις πρώτες του φιλολογικές εργασίες ήταν μια μετάφραση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, σε άψογη, τότε (1885) καθαρεύουσα. Η μετάφραση αυτή, όταν εκδόθηκε, προκάλεσε τον ιδιαίτερο θαυμασμό του καθαρευουσιάνου ποιητή και καθηγητή Δημ. Βερναρδάκη.
     Η καθαυτό όμως φιλολογική δραστηριότητα του Αλεξ. Πάλλη αρχίζει το 1888, που αποτελεί και τη σημαντικότερη χρονολογία στη νεώτερη Γραμματεία μας.
     Είναι η χρονιά που εκδίδεται το «Ευαγγέλιο του Δημοτικισμού», το «Ταξίδι» του Γιάννη Ψυχάρη. Κι ο Πάλλης θα ενθουσιασθεί τόσο, ώστε θα προσχωρήσει ανεπιφύλακτα στο στρατόπεδο των δημοτικιστών κι από τότε θ’ αφιερώσει όλη του την ορμή και την πνευματικότητα στον αγώνα αυτό.
     Μετέχει, ενεργά, όσο λιγοι της εποχής του, έστω κι από το εξωτερικό, στην πνευματική κίνηση της Ελλάδας, στέλνει επιστολές και σάτιρές του στο «Νουμά», βοηθάει οικονομικά τον Παλαμά στην έκδοση των βιβλίων του, κι αρχίζει το τεράστιο έργο της μετάφρασης της «Ιλιάδας».
     Στα 1889 θα εκδώσει μια συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Τραγουδάκια για Παιδιά», πιστεύοντας πως η δημοτική γλώσσα πρέπει ν’ αρχίσει να βρίσκει ρίζες στις ψυχές της νέας γενιάς.
     Και στα 1896 θα κυκλοφορήσει τον πρώτο τόμο της «Ιλιάδας», που περιλαμβάνει την μετάφραση των έξι πρώτων ραψωδιών. Ήταν κάτι που συγκλόνισε τους φιλολόγους της εποχής. Επρόκειτο για μια «Ιλιάδα» ξαναπλασμένη έτσι που ν’ αποτελεί μέχρι σήμερα «αξεπέραστο μεταφραστικό επίτευγμα», όπως παραδέχονται οι κριτικοί του.
     Στα 1904 θα κυκλοφορήσει ολοκληρωμένο το έργο, κι από τότε θ’ ακολουθήσουν πλήθος εκδόσεις του. Μόνο η μετάφραση που πραγματοποίησαν 60 χρόνια αργότερα ο Καζαντζάκης με τον καθηγητή Κακριδή θα μπορούσε να συγκριθεί μ’ αυτήν του Πάλλη.
     Στη συνέχεια ο Πάλλης θα επιδοθεί συστηματικά στη μετάφραση αρχαίων κειμένων και θα μας δώσει μια διασκευή του στον «Κύκλωμα» του Ευριπίδη, το Α’ Βιβλίο των Ιστοριών του Θουκυδίδη με κριτικά σχόλια δικά του. Οι μεταφράσεις αυτές, μαζί με τη μετάφραση στο έργο του Κάντ: «Κριτική του Άδολου Λόγου», θα συμπεριληφθούν, συντροφιά με μικρότερα πρωτότυπα κείμενα του Πάλλη, στο βιβλίο που θα εκδώσει το 1915 με τίτλο «Κούφια καρύδια».
     Στα 1907 εξάλλου, θα δη το φως μια σειρά σατιρικών ποιημάτων του με τον τίτλο «Ταμπουράς και Κόπανος». Ένα νέο μεταφραστικό του κατόρθωμα στάθηκε η έκδοση «Η νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό Χειρόγραφο», που αποτελεί μετάπλαση στη δημοτική μας γλώσσα των Ευαγγελίων.
     Το βιβλίο εκδόθηκε στα 1910 και προκάλεσε τέτοια αναστάτωση, ώστε οδήγησε σε ταραχές και διαδηλώσεις στην Αθήνα, με αρκετούς νεκρούς, που έμειναν γνωστές στην Ιστορία σαν «Ευαγγελικά».
     Ένα ακόμη βιβλίο του Πάλλη ήταν «Ο Μπρουσός» με ταξιδιωτικές εντυπώσεις του. Πολλά άρθρα του δοκίμια και κριτικές μελέτες του βρίσκονται ακόμη σκόρπιες σε περιοδικά κι εφημερίδες στ’ αγγλικά και στα ελληνικά.
     Τα προσωπικά του ποιήματα, όσο κι αν πολλοί τα χαρακτήρισαν «ερασιτεχνικά», φλέγονται από σωστό πατριωτισμό κι από βαθύτατη γνώση της Ιστορίας.
     Κλείνοντας, θέλουμε να πούμε πως αν ο δημοτικισμός επικράτησε τελικά, χρωστά πολλά η νίκη τούτη στον Αλέξανδρο Πάλλη.
     Πέθανε σε βαθιά γεράματα το Μάρτη του 1935 στο Λίβερπουλ, κι ύστερ’ από ένα μήνα, σύμφωνα με την τελευταία θέλησή του, η τέφρα του μεταφέρθηκε κι εναποτέθηκε στον προγονικό τάφο των Πάλληδων, που βρίσκεται στην αυλή της μονής Φιλανθρωπινών στο Νησί των Ιωαννίνων.
 
 
 
ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
1900 -
     Φιλόσοφος, συγγραφέας και παιδαγωγός, μεγάλη μορφή των σύγχρονων Γραμμάτων μας κι ένας απ’ τους κορυφαίους επιστήμονές μας, που πασχίζουν μια ζωή ολόκληρη για την ανανέωση της Παιδείας μας.
     Γεννήθηκε στον Πειραιά (27 Ιούλη 1900) και σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ύστερα του Βερολίνου και Τύβιγγεν, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1927.
     Γυρίζοντας στην Ελλάδα εργάσθηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη Μέση Εκπαίδευση κι από τον Οκτώβρη του 1944 διορίστηκε σαν γενικός διευθυντής στο υπουργείο Παιδείας, θέση στην οποία απολύθηκε και επανήλθε πολλές φορές από τότε (ανάλογα με τις κυβερνητικές αλλαγές και με τη «θέση» που έπαιρναν οι κυβερνώντες απέναντι στις προοδευτικές ιδέες του Παπανούτσου, σχετικά με το εκπαιδευτικό μας πρόβλημα.
     Τελικά από τον Φλεβάρη του 1964 ως τον Ιούλη του 1965, όταν κυβέρνησε την Ελλάδα, για πρώτη φορά, μια σωστή δημοκρατική κυβέρνηση, ο Παπανούτσος σαν γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, φρόντισε να υλοποιήσει το εκπαιδευτικό, ανανεωτικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, με αποτέλεσμα να του αποδοθεί χαρακτηριστικά ο τίτλος του «αρχιτέκτονα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης».
     Στα 1965 το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφίας, και στα 1967 προσκλήθηκε από το πανεπιστήμιο «Μπάφαλο» της Νέας Υόρκης να διδάξει σαν φιλοξενούμενος καθηγητής.
     Σαν συγγραφέας ο Ευάγ. Παπανούτσος εμφανίσθηκε πολύ νωρίς στα Γράμματα κι έχει να επιδείξει πλούσιο έργο σε ποιότητα και σε ποσότητα.
     Η πρώτη εργασία του δημοσιεύθηκε το 1921 στο περιοδικό της Αλεξάνδρειας «Εκκλησιαστικός Φάρος», κι έφερε τον τίτλο «Ευθύνη κι ελευθερία. Έλεγχος των μονιστικών θεωριών δια της κριτικής ενός νεοφανέντος βιβλίου».
     Ακολούθησαν ύστερα τα βιβλία «Πραγματισμός ή ουμανισμός» (1924) και το γραμμένο σε γερμανική γλώσσα για τον Πλάτωνα: «DAS RELIGIOSE ERLEBEN DEI PLATO» (1927).
     Αλλά βασικό του έργο θεωρείται το τρίτομο, με το γενικό υπέρτιτλο «Ο κόσμος του Πνεύματος» που περιέχει την «Αισθητική» (1948), την «Ηθική» (1949) και τη «Γνωσιολογία» (1954).
     Τα βιβλία αυτά μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες κι έκαναν το όνομα του Παπανούτσου διεθνές γνωστό.
     Είκοσι χρόνια πριν περίπου είχε εκδώσει άλλη μια τριλογία που αποτελεί συνοπτική θεώρηση αυτής της δεύτερης. Πρόκειται για τα βιβλία: «Περί τέχνης» (Αλεξάνδρεια 1928), «Περί Ηθικής» (Αθήνα 1932) και «Περί Επιστήμης» (1936).
     Άλλες εργασίες του Παπανούτσου είναι οι ακόλουθες: «Κάθαρση των παθών κατά Αριστοτέλη» (1953), γραμμένη στα γαλλικά, που πρωτοδημοσιεύθηκε σε μεγάλο σουηδικό φιλολογικό περιοδικό τα «Εφήμερα» (1950), «Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός» (1949), «Φιλοσοφία και Παιδεία» (1958), «Η ηθική συνείδηση και τα προβλήματά της» (1962), «Φιλοσοφικά προβλήματα» (1963) «Αγώνες και αγωνία για την παιδεία» (1965), «Στοιχεία Ψυχολογίας» (διδακτικό βιβλίο), «Λογική» (1970) και «Ψυχολογία (1970).
     Αναρίθμητα ακόμη είναι τα άρθρα, οι κριτικές μελέτες κι οι επιφυλλίδες που δημοσιεύει τακτικά στην εφημερίδα «Βήμα» επί χρόνια τώρα.
     Εξάλλου, ο Παπανούτσος τόσο σαν συγγραφέας, όσο και σαν δάσκαλος (με την πλατύτερη έννοια του όρου) έχει βάλει οριακές βάσεις στη σύγχρονη μελέτη της Φιλοσοφίας και της κριτικής στον τόπο μας.
     Η πλατειά κι εκπληκτική του μόρφωση, η γνώση του της ανθρώπινης ψυχολογίας, η ζωντανή του γλώσσα (στάθηκε πάντα ένας υπέρμαχος της Δημοτικής στην επιστημονική διδασκαλία), το βάθος κι η συνθετική του ανάλυση των κοινωνικών προβλημάτων η ζωτικότητά του κι η επιστημονική του ενημέρωση πάνω στα σύγχρονα θέματα, τον καθιστούν την κορυφαία μορφή των Γραμμάτων μας.
     Στα 1974 εξελέγη βουλευτής Επικρατείας στην παράταξη της Ένωσης Κέντρου - Νέων Δυνάμεων, και μέσ’ απ’ τη Βουλή συνέχισε τον αγώνα του για την επικράτηση των προοδευτικών στοιχείων στο αναμορφωτικό της Παιδείας μας πρόγραμμα.

ΠΑΡΘΕΝΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

1935 -
     Φιλολογικό ψευδώνυμο του Πειραιώτη ποιητή Πέτρου Φλαμπούρη. Τελειώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του στον Πειραιά, όπου γεννήθηκε, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας για να ολοκληρώσει κατόπιν τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια της Βόννης και της Κολωνίας.
     Από το 1966 ταξιδεύει στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης κι εργάζεται στην αμερικάνικη πρεσβεία της Βόννης. Στα γράμματα παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά το 1955 με την ποιητική συλλογή «Όρθρος».
     Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: «Σταλαχτίτες της σιωπής» (1956), «Τα σήμαντρα του Αιγαίου» (1957, β’ έκδοση συμπληρωμένη: 1966), «Σατιρικά ψιχία» (1960), Αίμα της Μοναξιάς» (1960), «Η νύχτα είναι η μουσική των απελπισμένων» (1960, ο τίτλος στα ισπανικά).
Ο Αγγ. Παρθένης από τα πρώτα του κιόλας βιβλία έδειξε να διαθέτει έναν ανθρωπισμό βαθύτατο και μια πλούσια εμπειρία ζωής, αλλά σε συνδυασμό με γνώσεις και πλατύ πεδίο ενδιαφερόντων.
     Ο στίχος του, απόλυτα σύγχρονος είναι γεμάτος σύμβολα, που πολλές φορές το νόημά τους δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, κι άλλες φορές ξαφνιάζουν με την ευρηματικότητά τους.
 
ΠΙΚΙΩΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
1887 - 1968
     Ακαδημαϊκός καθηγητής του Πολυτεχνείου, αρχιτέκτονας και συγγραφέας, μια φωτεινή μορφή του πνευματικού μας κόσμου. Καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία ο καθηγητής Πικιώνης, είχε μέσα του έντονη την αγωνία της καταστροφής του ελληνικού τοπίου από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική του μπετόν - αρμέ κι αγωνίστηκε μόνος του, αλλά και συντονισμένα, μ’ άλλους διανοούμενους του καιρού του να περισώσουν ό,τι μπορούσαν.
     Είναι αυτός που διαμόρφωσε τον χώρο γύρω απ’ το μνημείο του Φιλοπάππου και την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη.
     Έγραψε πλήθος μελέτες κι επιφυλλίδες γύρω απ’ το θέμα της διάσωσης της ελληνικής αρχιτεκτονικής και λαϊκής τέχνης.
     Γεννήθηκε στον Πειραιά, μα η καταγωγή του ήταν απ’ τη Χίο, σπούδασε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό κι από το 1943 ως το 1958, ήταν καθηγητής στο Πολυτεχνείο.
     Το 1966 εκλέχτηκε ακαδημαϊκός. Τα δοκιμιακά κείμενά του έχουν όλη τη ζωντάνια του δημοτικού ελληνικού λόγου και μεταδίνουν στον αναγνώστη το πάθος και την αγωνία του καλλιτέχνη αυτού αρχιτέκτονα για το λαϊκό μας πολιτισμό. Πολλά άλλα αρχιτεκτονικά του αριστουργήματα βρίσκονται σκόρπια σ’ όλη την Ελλάδα.
     Υπήρξε και φίλος όλων των αληθινών μας πνευματικών ανθρώπων και πολλούς βοήθησε στο έργο τους, εικονογραφώντας βιβλία τους, ή συμβάλλοντας στην έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών.

ΠΛΩΡΙΤΗΣ ΜΑΡΙΟΣ

1919 -
     Σκηνοθέτης, μεταφραστής και κριτικός, ο Μάριος Πλωρίτης που το πραγματικό του όνομα είναι Μάριος Παπαδόπουλος, αποτελεί σήμερα ένα από τα κορυφαία ονόματα της δημόσιας και της πνευματικής μας ζωής, κι η πολύπλευρη δράση του τον φέρνει χρόνια τώρα στο προσκήνιο της δημοσιότητας.
     Γεννήθηκε στον Πειραιά, από μικροαστική οικογένεια, με φιλελεύθερες παραδόσεις, και σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ύστερα έφυγε στην Αγγλία και στην Αμερική, όπου έκαμε ειδικές θεατρικές σπουδές.
     Στα Γράμματα εμφανίστηκε σαν μεταφραστής θεατρικών έργων μέσα στην Κατοχή που ανέβαζε ο νεοσύστατος θίασος «Τέχνης» του Κάρολου Κουν.
     Το πρώτο θεατρικό έργο που μετέφρασε ο Πλωρίτης ήταν το «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλλο. Ακολούθησε μια σειρά ολόκληρη μεταφράσεων, που μέχρι το 1975 ξεπερνούν τα 100 έργα, που τα περισσότερά τους έγιναν επιτυχίες από τις σκηνές των μεγαλύτερων θιάσων, με τους σπουδαιότερους πρωταγωνιστές που διαθέτει το θέατρό μας.
     Από το 1945 και για είκοσι ολόκληρα χρόνια ο Πλωρίτης έγραφε υπεύθυνη κριτική θεάτρου και κινηματογράφου στην εφημερίδα «Ελευθερία». Είν’ ενδεικτικό του ήθους του Πλωρίτη το γεγονός ότι απ’ τη στιγμή που η «Ελευθερία» άλλαξε πολιτική γραμμή, και από επίσημο όργανο του Δημοκρατικού Κέντρου, πέρασε στην υποστήριξη των λεγομένων «αποστατών» το 1965, ο Πλωρίτης εγκατέλειψε τη στήλη του αυτή, που την υπηρέτησε με τόση συνέπεια τόσα χρόνια.
     Σαν σκηνοθέτης ο Μάριος Πλωρίτης εμφανίσθηκε με την ίδια επιτυχία το 1952, διδάσκοντας για τη σκηνή του θιάσου Λαμπέτη - Παπά - Χορν, το έργο «Βαθιά, γαλάζια θάλασσα». Από τότε σκηνοθέτησε για λογαριασμό διαφόρων θιάσων πάνω από 30 έργα..
     Ο Πλωρίτης ήταν ακόμη για μεγάλο διάστημα καθηγητής δραματολογίας και Ιστορίας Θεάτρου στη δραματική Σχολή του Κάρολου Κουν, και υπήρξε διευθυντής συντάξεως της ετήσιας έκδοσης του θεατρικού επιχειρηματία Θ. Κρίτα, «Θέατρο».
     Yπήρξε ακόμη διευθυντής της εφημερίδας «Νίκη», πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Θεάτρου, και μέλος πολλών λογοτεχνικών σωματείων. Αλλά η πολύπλευρη αυτή δραστηριότητά του εκτείνεται και στον συγγραφικό τομέα.
     Εκτός από τις πλήθος επιφυλλίδες που έχει δημοσιεύσει μέχρι τώρα σε μεγάλες εφημερίδες της Αθήνας (από το 1974 συνεργάζεται τακτικά με την εφημερίδα «Βήμα»), ο Μάριος Πλωρίτης έχει εκδώσει και τα ακόλουθα βιβλία: «Πρόσωπα του νεώτερου δράματος» (1965) που είναι μια σειρά κριτικών άρθρων για τον Στρίντμπεργκ, τον Τσέχωφ, τον Πιραντέλλο, τον Μπρεχτ, τον Ιονέσκο, τον Ζαρρύ, τον Ντύρενματ, κι άλλους.
     Στα 1966 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα λοφία και οι παγίδες», ενώ το 1967, παραμονές της δικτατορίας, εκδόθηκε το βιβλίο του «Τα Προσωπεία - Ιουλιανά και άλλα». Και τα δυο αυτά βιβλία που αποτελούνται από μια σειρά κοινωνικο - πολιτικών δοκιμίων αναφέρονται στην προετοιμασία της ανωμαλίας στην πολιτική ζωή του τόπου, που αποτελεί η κάθε δικτατορία, κι όπως ήταν φυσικό, οι φωτοσβέστες της στρατιωτικής χούντας, απαγόρευσαν αμέσως την κυκλοφορία τους.
     Ο Μάριος Πλωρίτης, για ένα διάστημα αρκετών χρόνων ύστερ’ από την 21 Απριλίου 1967, αυτοεξορίσθηκε στο εξωτερικό, όπου ανάπτυξε έντονη δραστηριότητα κατά του στυγνού δικτατορικού καθεστώτος που βίαια επιβλήθηκε στη χώρα του. Από το 1974, όμως, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, συνεχίζει τη δημιουργική του προσφορά στον κόσμο του Θεάτρου και σαν κριτικός της δημόσιας ζωής στην Ελλάδα, γενικώτερα.

ΡΑΛΛΗ ΠΕΡΙΚΛΗ ΜΑΡΙΑ

1909 - 1975
     Πεζογράφος και ποιήτρια, σημαντική εκπρόσωπος της νεώτερης γυναικείας λογοτεχνίας στον τόπο μας. Γεννήθηκε στον Πειραιά κι είναι κόρη του μεγαλοβιομήχανου Βασίλη Κωνσταντόπουλου, αδερφή της μεγάλης μας τραγωδού Κατίνας Παξινού και της ζωγράφου και μουσικού Βαρβάρας Κωνσταντοπούλου. Παντρεύθηκε τον πολιτευτή Περικλή Ράλλη (1891/1945, που διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών) και στη Λογοτεχνία εμφανίσθηκε πολύ νέα.
     Η ίδια λέει πως έγραφε από μικρό κοριτσάκι, γιατί έχει μέσα της «το αίσθημα της γλώσσας, το ένστικτό της». Η πρώτη της ποιητικη συλλογή είδε το φως στα 1932 με τίτλο «Γυναικεία Λόγια». Τίτλος χαρακτηριστικός: ήταν οι συναισθηματικές αγωνίες του νέου κοριτσιού που βιάζεται να γίνει γυναίκα. Η συλλογή εκείνη ήταν παραδοσιακή ποίηση, με μέτρο κι ομοιοκαταληξία.
Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί ένα νέο ποιητικό βιβλίο. Τίτλος: «Εξομολογήσεις», και στα 1938 έρχονται οι «Στίχοι».
     Η Μαρία Π. Ράλλη είναι πια μια ολοκληρωμένη ποιήτρια. Μέσα στην κατοχή θα εκδώσει ένα πολύστιχο, πολυσέλιδο ποίημα (150 πυκνοτυπωμένες σελίδες) με τον ενδεικτικό τίτλο «Λόγια σε νεκρό». Στα 1956, όταν θα αποφασίσει να εμφανιστεί στο προσκήνιο της λογοτεχνικής ζωής, θα εκδώσει άλλα τρία βιβλία μαζί: μια συλλογή διηγημάτων - «Ένας κούκος σωπαίνει τη νύχτα» - και δύο «ταξιδιωτικά» από τις χώρες που γνώρισε: «Δρομολόγια και καθυστερήσεις» και «Περίπατος στη Γερμανία».
     Το 1957 θα εκδοθεί άλλο ένα σημαντικό ταξιδιωτικό της κείμενο, με βαθύτερες προεκτάσεις, που τιτλοφορείται «Στην Κύπρο φέγγει», κι έχει σαν θέμα του το ηρωικό αυτό νησί τη στιγμή που αφυπνίζεται πάλι κι αγωνίζεται για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία του. Στα 1964 θα δουν το φως άλλα δυο βιβλία της : η συλλογή διηγημάτων «Από το ένα στο άλλο) (παίρνει την άλλη χρονιά κρατικό βραβείο) και το θαυμάσιο ταξιδιωτικό «Περίπατος στη Ρουμανία και στη Μόσχα».
     Η συγγραφέας Μαρία Π. Ράλλη, που έχει αποσπάσει πλήθος επαινετικές κριτικές από τους πιο αξιόλογους ανθρώπους των Γραμμάτων μας, έχει να επιδείξει στο έργο της, εκτός απ’ το πάντα ξύπνο ενδιαφέρον της για τα’ ανθρώπινα προβλήματα, ένα λογοτεχνικό ύφος αφήγησης πρωτότυπο κι απαλλαγμένο από αμφιβολίες - καθώς λέει ο Αλκ. Γιαννόπουλος - χωρίς υπονοούμενα: μιλάει ξεκάθαρα, αντρίκια και στέλνει το μήνυμά της ίσια στην ανθρώπινη ψυχή.

ΡΟΖΕΝΤΑΛ - ΚΑΜΑΡΙΝΕΑ ΙΣΙΔΩΡΑ

1918
     Ποιήτρια και φιλόλογος, βυζαντινολόγος με γερή μόρφωση. Αμέσως μετά τον Πόλεμο εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου διδάσκει Νεοελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμε. Γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Σπούδασε ύστερα φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας κι έφυγε για μετεκπαίδευση στο Μάρμπουργκ της Γερμανίας, παίρνοντας διδακτορικό πτυχίο από το πανεπιστήμιο της πόλης αυτής, που αργότερα έγινε κι επίτιμη καθηγήτριά του.
     Με το γάμο της (παντρεύτηκε τον καθηγητή Ρόζενταλ) η Ισιδώρα Καμαρινέα έμεινε πια μόνιμα στη Γερμανία.
     Σαν ποιήτρια εμφανίστηκε στα 1938 με τη συλλογή της «το κάστρο», και μέσα στην Κατοχή, και κατά την περίοδο από 1940 - 43 διεύθυνε το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Στα 1940 εξέδωσε ένα βιβλίο με μεταφράσεις της από τα ποιήματα της Μαρσελίν Βαλμόρ. Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα. Στη Γερμανία η Ισιδώρα Καμαρινέα εκτός από το καθηγητικό της έργο, ανάπτυξε σημαντική δραστηριότητα προβάλλοντας τη νεοελληνική λογοτεχνία με μεταφράσεις της, που εκδόθηκαν σε βιβλία. Έχει μεταφράσει πάνω από 30 έργα Νεοελλήνων μυθιστοριογράφων και ποιητών, κι έχει συνεργαστεί στο ελληνικό τμήμα ανθολογιών που κυκλοφόρησαν διάφοροι γερμανικοί εκδοτικοί οίκοι.
     Η Ισιδώρα Καμαρινέα, που έχει κάνει σκοπό ζωής την προβολή του Ελληνικού πνεύματος στη Γερμανία, έχει γράψει παράλληλα πολλές μελέτες για την ελληνική φιλολογία σε γερμανικά περιοδικά κι εξέδωσε τον τόμο «Ελλάδα» στη Γερμανική εκδοτική σειρά «Πολιτισμός των Εθνών».
 
ΡΟΖΟΣ Γ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
1930 -
     Πεζογράφος, ιστορικός συγγραφέας από τους νεώτερους, με σημαντικό κιόλας έργο. Γεννήθηκε στον Πειραιά, αλλά από μικρό παιδί εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του (Πελοποννησιακής καταγωγής) στην Αθήνα, όπου και τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές.
     Ύστερα σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στην Πάντειο Σχολή κι από το 1956 εργάστηκε σαν υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών. Έμεινε στη θέση αυτή επί 12 ολόκληρα χρόνια, υπηρετώντας πάντα στην Ελληνική Επαρχία, όπου συγκέντρωσε και τις εμπειρίες που φανερώνονται κατόπι στο έργο του.
     Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε στα 1959, με το ιστορικό του μυθιστόρημα «Πολέμων» εμπνευσμένο από την εποχή των Διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου (β’ έκδ. 1978). Ακολούθησε, στα 1962, το πολυσέλιδε κοινωνικό μυθιστόρημα «Η Αιώνια Γυναίκα».
     Ώσπου στα 1971, με την ευκαιρία του εορτασμού των 150 χρόνων από τη Μεγάλη Επανάσταση του 1821, ο Ευάγ. Γ. Ρόζος εκδίδει ένα σημαντικό ιστορικό μελέτημα. Πρόκειται για το βιβλίο «Οι Νησιώτες του Αιγαίου στον Αγώνα» (θέση και κατάσταση των νησιωτών του Αιγαίου τις παραμονές του 1821 - Οι συμβολές και οι θυσίες τους στον Αγώνα).
     Είναι ένα σημαντικό κείμενο, γιατί σ’ αυτό το βιβλίο των 300 και πάνω σελίδων, ο θαυμάσιος πεζογράφος αποδεικνύεται σοβαρός μελετητής της Ιστορίας: συνειδητός ερευνητής, σωστός κριτής των γεγονότων. Κι όλα αυτά σε μια όμορφη δημοτική γλώσσα, μ’ ένα ύφος όλο ζωντάνια.
     Ο Ευάγ. Γ. Ρόζος ξέρει να μεταχειρίζεται το ιστορικό υλικό και ν’ αντλεί απ’ αυτό τα στοιχεία εκείνα που αποκαλύπτουν το Ελληνικό μεγαλείο και τον πόθο του λαού για ελευθερία.
     Στα 1973 ο συγγραφέας θα εκδώσει έναν τόμο με τον τίτλο «Ελληνιστικά Διηγήματα». Ο Ευαγγ. Γ. Ρόζος, έχοντας παραιτηθεί στα 1968 από τη δημόσια υπηρεσία αφιερώθηκε πια αποκλειστικά στο γράψιμο. Έχει συνεργασθεί σε πολλά περιοδικά της Αθήνας («Νέα Σκέψη» «Κριτικά Φύλλα», «Θεσσαλική Εστία» κ.α.) και στα 1974, στη συλλογική έκδοση «Πολύπτυχον» δημοσιεύει μια αξιόλογη φιλολογική εργασία του για το μεγάλο Γερμανό συγγραφέα Τόμας Μαν κι ένα όμορφο διήγημα.
     Στα 1975 τέλος εξέδωσε έναν τόμο δοκιμίων κάτω από το γενικό τίτλο «Η Τέχνη και οι Δημιουργοί της». Ακόμα το 1977 εξέδωσε το βιβλίο «10 Νεοέλληνες λογοτέχνες» όπου παρουσιάζει κι αναλύει το έργο 10 σύγχρονων ποιητών και πεζογράφων μας και στα 1978 κυκλοφόρησε την ιστορική μελέτη «Ο πολιτισμός των νησιών του Αιγαίου επί Τουρκοκρατίας».

ΣΟΥΚΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

1899 -
     Πεζογράφος με λιγοστό αλλά σημαντικό για τη νεώτερη Λογοτεχνία μας έργο. Γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου τελειώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία. Παρόλο που το επάγγελμα αυτό του απασχολούσε όλο του το χρόνο, παρόλο που αναγκάσθηκε να εργασθεί και σαν υπάλληλος ν’ αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής, μπόρεσε να γράψει μερικά βιβλία που φανερώνουν τη δύναμη του πεζογραφικού του ταλέντου.
     Στα 1935 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Αποστόλης Καρλάς», που το υπόγραψε με το ψευδώνυμο Κώστας Χαλδαίος. Στη συνέχεια, εμφανίστηκε με κριτικές και φιλολογικές μελέτες του σε περιοδικά κι εφημερίδες, ώσπου στα 1943 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα που τον έκανε πασίγνωστο «Η Θάλασσα».
     Το μυθιστόρημα αυτό θα σημειώσει άλλη μια έκδοση στα 1958 και θα μεταφρασθεί στο εξωτερικό. Στο μεταξύ, 1956, ο Κώστας Σούκας εκδίδει άλλο ένα βιβλίο: το μυθιστόρημα «το ποινικό μητρώο μιας εποχής», που θα τιμηθεί με πρώτο Κρατικό Βραβείο. Και θ’ ακολουθήσει άλλο ένα μυθιστόρημα, το «Καταδικάζεται η ελπίδα». Και με τα δυο τελευταία του αυτά βιβλία, ο Σούκας αποπειράται να καταγράψει και ν’ αναλύσει τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα της χώρας.

ΣΟΥΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

1919 -
Ποιητής σιγανόφωνος, που επιμένει στην παραδοσιακή γραφή. Γεννήθηκε στον Πειραιά κι άρχισε από πολύ νέος να συνεγάζεται σε φιλολογικά περιοδικά. Ωστόσο μόνο στα 1959 εξέδωσε μια συλλογή με τίτλο «Αναλαμπές» και την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Πειραιώτικα». Είναι μέλος της «Φιλολογικής Στέγης Πειραιά».

ΣΠΑΝΙΔΗΣ ΣΑΒΒΑΣ
1909 – 1959
     Ποιητής σημαδεμένος από μια τραγική μοίρα να μην ολοκληρώσει ένα έργο που προμηνυόταν λαμπρό. Γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε νομικά. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, κι ο φοιτητής ακόμη κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο: «Στα γυρίσματα του ρυθμού» (1930). Για ένα διάστημα συνεργάσθηκε σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες του Πειραιά.
     Ώσπου ήρθε ο Πόλεμος κι ο ποιητής πήρε μέρος στις μάχες του Αλβανικού μετώπου, κι ύστερα στην Αντίσταση. Μα τον έπιασαν οι Γερμανοί και τον κράτησαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μέχρι την Απελευθέρωση.
     Στα 1946 εμφανίστηκε και πάλι στα Γράμματα από τις σελίδες του περιοδικού «Πορεία». Στα 1951 εξέδωσε ένα δεύτερο βιβλίο με τον τίτλο «Στροφές». Μα οι κακουχίες των στρατοπέδων συγκέντρωσης είχαν κλονίσει σοβαρά την υγεία του κι ο Σάββας Σπανίδης πέθανε στα 1959 καθώς ετοίμαζε για έκδοση μια επιλογή των ποιημάτων του κι ένα αφήγημα από τις απάνθρωπες ταλαιπωρίες του στα ναζιστικά στρατόπεδα αιχμαλώτων.
     Άνθρωπος με τεράστια πνευματική καλλιέργεια ο Σπανίδης αποδείχθηκε ποιητής με λεπτή αίσθηση του ρυθμού, αφήνοντάς μας λιγοστά, μα πολύ όμορφα ποιήματα παραδοσιακής μορφής.

ΤΣΑΚΑΛΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ

1929 -
     Διηγηματογράφος. Γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου και ζει ασκώντας το επάγγελμα του εκτελωνιστή. Από πολύ νέος έγραφε σε λαϊκά περιοδικά χρονογραφήματα κι εύθυμους στίχους, χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία. Μα από το 1970 άρχισε μια νέα λογοτεχνική σταδιοδρομία, που έδωσε ως τώρα εξαιρετικούς καρπούς και μας τον παρουσίασε σαν έναν απ’ τυος αξιολογότερους διηγηματογράφους που διαθέτουμε.
     Στα 1970, μαζί με τον κριτικό και ποιητή, Πειραιώτη κι αυτόν, Νίκο Μπατάγια, εξέδωσαν μια «Πανελλήνιο Ανθολογία Πεζογραφίας και Ποιήσεως», που, παρόλη την απειρία των ανθολόγων, είχε καλή απήχηση στους λογοτεχνικούς κύκλους. Ώσπου στα 1972 ο Γεράσιμος Τσάκαλος εκδίδει την πρώτη του συλλογή με διηγήματα, κάτω απ’ το γενικό τίτλο «Πορεία σε εχθρικό περιβάλλον».Το βιβλίο αυτό ξάφνιασε κυριολεκτικά την κριτική.
     Τα διηγήματά του, πολύ νέα, πολύ προοδευτικά, έφερναν κάτι καινούργιο για το δύσκολο αυτό λογοτεχνικό είδος, που ο συγγραφέας έμοιαζε να κατέχει πού καλά την τεχνική του.
     Στα 1975 ακολούθησε μια νέα συλλογή με διηγήματα. Τίτλος παρμένος απ’ το πρώτο διήγημα της συλλογής: «Οι ρίζες». Με το δεύτερο αυτό βιβλίο του ο Γεράσιμος Τσάκαλος μας έπεισε ότι βρίσκεται σ’ έναν πολύ καλό δρόμο, ότι κατέχει κιόλας μια σίγουρη θέση στη νεώτερη πεζογραφία μας κι ότι πολλά έχει να προσφέρει ακόμη.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΑΤΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

1907 - 1962
     Ποιητής, μεταφραστής και δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε στον Πειραιά, μα καταγόταν απ’ την Κεφαλονιά. Σπούδασε λογιστικά κι εργάστηκε σαν τραπεζικός υπάλληλος. Στην κατοχή πήρε ενέργό μέρος στην Αντίσταση, στις τάξεις των προοδευτικών δυνάμεων, που και μετά την Απελευθέρωση εξακολούθησαν τον αγώνα τους για τη δικαίωση των ιδανικών τους. Ωστόσο, ο Κ. Φραγκισκάτος υπόστηκε πλήθος διώξεις για τις προοδευτικές, πολιτικές του ιδέες, και στα 1949 καταδικάστηκε από τα έκτακτα στρατοδικεία που λειτουργούσαν τότε, σε ισόβια δεσμά.
     Αφού πέρασε πολλά χρόνια σε φυλακές κι εξορίες, αφέθηκε τελικά ελεύθερος. Όμως Δε μπόρεσε να χαρεί αυτή την ελευθερία: πέθανε σε λίγο καιρό, σε ηλικία μόλις 55 χρονών, χωρίς να προφτάσει ν’ αποτελειώσει το έργο του, που άρχισε να το τυπώνει βιαστικά από το 1960. Έτσι, μέσα στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν ως το θάνατό του, εξέδωσε τα βιβλία: «Ασιάτες λογοτέχνες και ποιητές» (μεταφράσεις και βιογραφική παρουσίαση» και «Πέλειες» (ποιητική σύνθεση, σε τρεις μορφές: ελληνικό και γαλλικό κείμενο μαζί, μόνο γαλλικό και μόνο ελληνικό).
     Πριν απ’ τον Πόλεμο, στα 1928, ο Φραγκισκάτος είχε παρουσιάσει την ποιητική συλλογή «Σκόρπιες νότες», όπου συγκέντρωσε ποιήματά του γραμμένα στο διάστημα 1922/24. Αργότερα δημοσίευσε σε πολλά περιοδικά, δοκίμια, ποιήματα και λαογραφικές του μελέτες. Στάθηκε μια αξιόλογη μορφή των Γραμμάτων μας, που η πολιτική διαμάχη των τελευταίων δεκαετιών την άφησε αναξιοποίητη, υποχρεώνοντάς την σε «σιωπή».

ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

1944 -
     Λογοτέχνης κριτικός και δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε στον Πειραιά, και σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο.
     Στα 1963 εμφανίστηκε στην φιλολογική κίνηση του Πειραιά με την έκδοση του περιοδικού «Πνευματική Πορεία», ενώ από το 1966 είναι Πρόεδρος της «Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς». Εκτός από τις εκδόσεις που επιμελήθηκε, κυκλοφόρησε σε μικρά φυλλάδια τις μελέτες του «Πειραϊκές Μορφές» (1960), «Αλέξανδρος Φλέμιγκ» (1964) και «Η θάλασσα στο έργο Πειραιωτών λογοτεχνών» (1970). Παράλληλα έχει δημοσιεύσει σ’ εφημερίδες και περιοδικά του Πειραιά πλήθος μελέτες του για τη ζωή και τη δράση σπουδαίων προσωπικοτήτων της πόλης αυτής.
     Γενικά, ο Γιάννης Xατζημανωλάκης είναι μια απ’ τις νεότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του τόπου, που παρέχουν ελπίδες για μια υπεύθυνη πνευματική δημιουργία.

ΧΟΥΡΜΟΥΖΗΣ Π. ΔΗΜΗΤΡΗΣ

1933 -
     Ποιητής από τους σημαντικότερους της μεταπολεμικής γενιάς, κλείνει μέσα στα τρία βιβλία του, όλο το πάθος για δημιουργια κι αντίσταση ενός κόσμου - του Ελληνικού - που ξαναγεννήθηκε μεσ’ από το χαλασμό της Κατοχής, και μεσ’ από τα προδομένα όνειρα μιας αλλαγής που όλοι την πρόσμεναν και δεν ήρθε...
     Γεννήθηκε στον Πειραιά, 6 Μαϊου του 1933. Εκεί τέλειωσε και τις εγκύκλιες σπουδές του στο Α’ Πρότυπο Γυμνάσιο, κι από μαθητής ακόμη φανέρωσε την ποιητική του ευαισθησία διευθύνοντας την έκδοση του φιλολογικού περιοδικού του Γυμνασίου του και δημοσιεύοντας ποιήματά του σε περιοδικό του Πειραιά.
     Στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, κι ήταν φοιτητής ακόμη όταν εξέδωσε το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, με τίτλο «Δρόμοι του Καλοκαιριού», στα 1956. Την επόμενη χρονιά εκδίδει την ποιητική συλλογή «Η Ακολουθία του Ήλιου», και στα 1962 το τρίτο του ποιητικό βιβλίο με το χαρακτηριστικό τίτλο: «Έλυτρα της Σιωπής». Στα 1970 θα ξαναπαρουσιαστεί στην πνευματική ζωή μ’ ένα μελέτημα για τον Αμερικανό ποιητή Έντγκαρ Πόε (που σαν μορφή και σαν τραγική μαρτυρία ζωής τον έχει απασχολήσει και στα ποιήματά του).
     Ο Δημ. Χουρμούζης από το πρώτο του κιόλας βιβλίο αποκαλύφθηκε σαν ποιητής «βαθιάς πνοής», όπως τον χαρακτήρισε η Κριτική. Δεν περιορίστηκε σε μικρές απόπειρες έκφρασης των εμπειριών του. Τα έργα του ήταν πάντα συνθετικά, πλατειά, αγκάλιαζαν καταστάσεις, ανάλυαν τον ποιητικό εαυτό του και τον άπλωναν μέσα στον κόσμο του - έναν κόσμο τρομερών ανακατατάξεων, ιδιαίτερα για την Ελλάδα της δεκαετίας 1950/60, και των εφήβων που τότε αντρώνονταν.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ ΑΛΕΚΟΣ

1921 -
     Ποιητής από τον Πειραιά. Τέλειωσε μόνο το Γυμνάσιο κι ασχολήθηκε με το εμπόριο. Παράλληλα έγραψε στίχους. Σε ώριμη ηλικία εξέδωσε τα ακόλουθα βιβλία: «Φθόγγοι» (1965), «Αναλαμπές» (1966), «Άγχος» (1969), «Ροδοστάλες» (1971), «Διέξοδος» (1974) και «Τα Χαμόγελα» (εύθυμες ιστορίες, 1975). Η ποίησή του, σιγανόφωνη, «μαρτυρεί πηγαίο αίσθημα», έγραψαν οι κριτικοί

Αρχαιολογικό Μουσείο

Το Πειραϊκό Αρχαιολογικό Μουσείο λειτουργεί σε σύγχρονο κτίριο, στην οδό Χαρ. Τρικούπη 31, που θεμελιώθηκε το 1966 και εγκαινιάστηκε το 1981. Αποτελείται από ένα διώροφο εκθεσιακό χώρο με αποθήκες και εργαστήρια στα υπόγεια. Υπάρχει κτιριακή σύνδεση με το παλαιότερο Μουσείο (που χτίστηκε το 1935 και έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο). Το τελευταίο έχει είσοδο από την οδό Φιλελλήνων και χρησιμοποιείται σήμερα ως αποθήκη των γλυπτών. Το κτίριο του Μουσείου έχει οικοδομηθεί στη βόρεια πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, που περιβάλλει το θέατρο της Ζέας, ενώ ο ελεύθερος γύρω απ΄ το θέατρο χώρος χρησιμεύει προς το παρόν για την εν υπαίθρω αποθήκευση αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών, επιτύμβιων επιγραφών κ.α. Η μεταφορά και έκθεση το Πειραϊκό Αρχαιολογικό Μουσείο των χάλκινων αγαλμάτων αρίστης τέχνης, που αποκαλύφθηκαν στον Πειραιά το 1959 και παρέμειναν μέχρι το 1983 στην Αθήνα για τεχνικούς λόγους («Κούρου» ή Απόλλωνος, Αθηνάς, Αρτέμιδος κ.α.) έχει προσδώσει σ΄ αυτό ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον.

Επίσης στο Μουσείο εκτίθενται ευρήματα, κατά κύριο λόγο γλυπτά, που προέρχονται από τον Πειραιά και την περιοχή της Αττικής παραλίας. Τα εκθέματα είναι αντιπροσωπευτικά της ιστορίας, της ακμής και της παρακμής της αρχαίας πόλης, καθώς και της σύνθεσης του πληθυσμού της.

Στον προθάλαμο του Μουσείου (1ος όροφος) παρουσιάζεται σειρά αντικειμένων που συνδέονται με τη ζωή και τις κύριες λειτουργίες του λιμανιού (πολεμική και εμπορική). Στην αίθουσα 1 (1ος όροφος) εκτίθενται ευρήματα των ανασκαφών των τελευταίων χρόνων από την περιοχή της Αττικής παραλίας και τα νησιά του Αργοσαρωνικού που καλύπτουν χρονικά μια μεγάλη περίοδο από τα μυκηναϊκά (ειδώλια ιερού κορυφής των Κυθήρων, αναθήματα ιερού των Μεθάνων) ως τα Ελληνιστικά χρόνια, καθώς και πλούσια συλλογή γεωμετρικών και αρχαϊκών αγγείων.

Στις αίθουσες 2,3 (1ος όροφος) εκτίθενται τα χάλκινα αγάλματα που αποκαλύφθηκαν το 1959 στον Πειραιά και αποτελούν τα σπουδαιότερα εκθέματα του Μουσείου: ο Αρχαϊκός «Κούρος» - Απόλλων (έργο του 6ου π.χ. αιώνα), η Αθηνά, έργο πιθανόν του γλύπτη Κηφισοδότου (4ου π.χ. αιώνα), τα δύο αγάλματα της Αρτέμιδος (4ου π.χ. αιώνα) και το χάλκινο -επίσης- τραγικό προσωπείο.

Στην αίθουσα 4 (1ος όροφος) παρουσιάζεται αναπαράσταση ενός τυπικού ιερού των κλασικών χρόνων, του ναΐσκου με το άγαλμα της Κυβέλης από το Μοσχάτο, που πλαισιώνεται από σειρά αναθηματικών ανάγλυφων από διάφορα ιερά του Πειραιά.

Στην αίθουσα 5 (1ος όροφος) εκτίθεται μια σημαντική συλλογή μαρμάρινων επιτύμβιων του 5ου και 4ου π.χ. αιώνα, ενδεικτικών της πορείας από την κλασική στη μετακλασική αντίληψη του ανάγλυφου. Δύο μοναδικά ταφικά μνημεία για την υπερμεγέθη στήλη του Παγχάρους και το Μαυσωλείο ενός Μετοίκου από την Ιστρία, που βρέθηκε στην Καλλιθέα, του οποίου ολοκληρώθηκε ήδη η αναστήλωση. Επίσης στην ίδια αίθουσα εκτίθεται και το γιγαντιαίο λιοντάρι από το Μοσχάτο.

Στις αίθουσες 7 και 8 (ισόγειο) παρουσιάζεται σειρά νεοαττικών διακοσμητικών ανάγλυφων, που προορίζονταν για εξαγωγή στη Ρώμη και αποτελούσαν το φορτίο πλοίου, το οποίο είχε βυθιστεί μέσα στο λιμάνι του Πειραιά.

Τέλος στην αίθουσα 9 (Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής τέχνης), επίσης στο ισόγειο,
 επιχειρείται μια συνοπτική παρουσίαση της αρχαίας τέχνης από το τέλος της κλασσικής έως το τέλος της ρωμαϊκής εποχής, με ισχνή όμως - ανάλογη με την τότε παρακμή της πόλης - παρουσία ελληνιστικών και ρωμαϊκών γλυπτών, από τα οποία ξεχωρίζει ο κολοσσιαίος ανδριάντας του αυτοκράτορα Αδριανού.

Σημ.: Το Μουσείο λειτουργεί καθημερινά (εκτός από Δευτέρα) κατά τις ώρες 08.30 - 15.00 και τις Κυριακές και αργίες από 09.30 - 14.30 (τηλεφ.: 45.21.598).


Δημοτικό Θέατρο

Το Δημοτικό Θέατρο, στο κέντρο της πόλης, που θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα θέατρα των Βαλκανίων. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του σπουδαιότερου από τα νεότερα δημόσια κτίρια του Πειραιά, που χτίστηκε σε σχέδιο του αρχιτέκτονα και καθηγητή του Ε.Μ. Πολυτεχνείου Ιωάννη Λαζαρίμου (1849-1913), είναι η επιβλητική εξωτερική εμφάνιση, στην οποία όμως η νεοκλασική “γραμμή” προβάλλεται με κάποια λιτότητα και με κυριότερο συνθετικό στοιχείο το κεντρικό πρόπυλο με τους κίονες κορινθιακού ρυθμού, η ιδιαίτερα προσεγμένη εσωτερική του διαρρύθμιση, με πρότυπο το “Theatre d’ Odeon” των Παρισίων και η θαυμάσια ακουστική του. Θεμελιώθηκε το 1984 και αποπερατώθηκε το 1995, όταν και άρχισε να λειτουργεί.
Ανακαινίστηκε αρχικά το 1927 και επανειλημένα στη μεταπολεμική περίοδο (1946-1969). Δυστυχώς τον τελευταίο καιρό, έχουν διακοπεί οι εργασίες για την αποκατάσταση των σοβαρών ζημιών που είχε υποστεί στο σεισμό της 24ης Φεβρουαρίου το 1981. Στο Δημοτικό Θέατρο εμφανίστηκαν, κατά καιρούς, οι γνωστότεροι ελληνικοί θίασοι, με κορυφαίους ηθοποιούς , πολλοί ξένοι μελοδραματικοί θίασοι, τo ΄΄Εθνικό Θέατρο΄΄, ΄΄Η Εθνική Λυρική Σκηνή΄΄ κ.α., και γενικά επι έναν επιπλέον αιώνα υπήρξε και εξακολουθεί να είναι το επίκεντρο της τοπικής καλλιτεχνικής ζωής.



Βεάκειο Θέατρο

Το Βεάκειο θερινό Δημοτικό Θέατρο βρίσκεται σε μία από τις ωραιότερες θέσεις του Πειραιά, τον λόφο της Καστέλας (Προφήτη Ηλία) με υψόμετρο 86,59 μ. και θαυμάσια θέα προς τη θέα.

Κατασκευάστηκε και άρχισε να λειτουργεί τον Ιούνιο του 1969. η σημερινή ονομασία του θεάτρου ("Βεάκειο") δόθηκε τον Ιούλιο του 1976, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, προς τιμή του μεγάλου Έλληνα ηθοποιού Αιμίλιου Βεάκη (1884 - 1951), που είχε γεννηθεί στον Πειραιά.

Το Βεάκειο θέατρο αποτελεί τους θερινούς μήνες το επίκεντρο μιας αξιόλογης καλλιτεχνικής κίνησης, με εμφανίσεις ελλήνων και ξένων θιάσων, φολκλορικών συγκροτημάτων διεθνούς φήμης, καθώς και συναυλίες γνωστών καλλιτεχνών.Πηγή
: ιστοσελίδα Δήμου Πειραιά<span lang=EN-US style='font-size:10.0pt;font-family:Verdana;mso-ansi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου